φιληλιαστής: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fililiastis | |Transliteration C=fililiastis | ||
|Beta Code=filhliasth/s | |Beta Code=filhliasth/s | ||
|Definition= | |Definition=φιληλιαστοῦ, ὁ, [[one who delights in the trials of the Heliaea]], Ar.''V.''88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] ὁ, der gern Richter, bes. in der Heliäa ist, Ar. Vesp. 88. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1277.png Seite 1277]] ὁ, der gern Richter, bes. in der Heliäa ist, Ar. Vesp. 88. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui aime à siéger comme héliaste]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἡλιαστής]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀπηλιαστής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐληλιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς δίκας τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, [[φιλόδικος]], Ἀριστοφ. Σφ. 88. | |lstext='''φῐληλιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς δίκας τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, [[φιλόδικος]], Ἀριστοφ. Σφ. 88. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλ-ηλιαστής, οῦ, ὁ,<br />one who delights in the trials of the [[court]] Heliaea, Ar. | |mdlsjtxt=φῐλ-ηλιαστής, οῦ, ὁ,<br />one who delights in the trials of the [[court]] Heliaea, Ar. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[litigious]]=== | |||
Esperanto: procesema; German: [[prozessfreudig]], [[klagefreudig]], [[klagewütig]]; Greek: [[δικομανής]], [[φιλόδικος]]; Ancient Greek: [[ἀηδοποιός]], [[δικανικός]], [[δικορράφος]], [[ἐγκληματικός]], [[παλίνδικος]], [[πολύδικος]], [[πολυνεικής]], [[φιλαίτιος]], [[φιλεχθής]], [[φιληλιαστής]], [[φιλόδικος]]; Ido: procesema; Latin: [[litigiosus]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
φιληλιαστοῦ, ὁ, one who delights in the trials of the Heliaea, Ar.V.88.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der gern Richter, bes. in der Heliäa ist, Ar. Vesp. 88.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui aime à siéger comme héliaste.
Étymologie: φίλος, ἡλιαστής.
Ant. ἀπηλιαστής.
Greek (Liddell-Scott)
φῐληλιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς δίκας τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, φιλόδικος, Ἀριστοφ. Σφ. 88.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που του αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας
2. (κατ' επέκτ.) φιλόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἡλιαστής «δικαστής του δικαστηρίου της Ηλιαίας»].
Greek Monotonic
φῐληλῐαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που απολαμβάνει να βρίσκεται στις δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φῐλ-ηλιαστής, οῦ, ὁ,
one who delights in the trials of the court Heliaea, Ar.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus