πενταμερής: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentameris
|Transliteration C=pentameris
|Beta Code=pentamerh/s
|Beta Code=pentamerh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of five parts</b>, χώρα <span class="bibl">Str.3.4.19</span>, cf. <span class="bibl">Diom. p.498</span> K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.</span>
|Definition=πενταμερές, [[consisting of five parts]], χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. [[πενταμερῶς]], φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[composé de cinq parties]].<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενταμερής''': -ές, ὁ εἰς [[πέντε]] μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).
|lstext='''πενταμερής''': -ές, ὁ εἰς [[πέντε]] μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />composé de cinq parties.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[μέρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πενταμερής]]<br /><b>βιολ.</b> [[ονομασία]] ενός άνθους, ενός αστερία ή [[κάθε]] άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή [[συμμετρία]] της τάξης 5, όπου [[κάθε]] [[σύνολο]] αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταμερώς</i> / <i>πενταμερῶς</i>, ΝΑ<br />σε [[πέντε]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πενταμερής]]<br /><b>βιολ.</b> [[ονομασία]] ενός άνθους, ενός αστερία ή [[κάθε]] άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή [[συμμετρία]] της τάξης 5, όπου [[κάθε]] [[σύνολο]] αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταμερώς</i> / <i>πενταμερῶς</i>, ΝΑ<br />σε [[πέντε]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[εξαμερής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰμερής Medium diacritics: πενταμερής Low diacritics: πενταμερής Capitals: ΠΕΝΤΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pentamerḗs Transliteration B: pentamerēs Transliteration C: pentameris Beta Code: pentamerh/s

English (LSJ)

πενταμερές, consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. πενταμερῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
composé de cinq parties.
Étymologie: πέντε, μέρος.

Greek (Liddell-Scott)

πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που σύγκειται από πέντε μέρη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πενταμερής
βιολ. ονομασία ενός άνθους, ενός αστερία ή κάθε άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή συμμετρία της τάξης 5, όπου κάθε σύνολο αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία.
επίρρ...
πενταμερώς / πενταμερῶς, ΝΑ
σε πέντε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξαμερής].

Greek Monotonic

πεντᾰμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πέντε μέρη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεντᾰ-μερής, ές μέρος
in five parts, Strab.