πορνικός: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pornikos | |Transliteration C=pornikos | ||
|Beta Code=porniko/s | |Beta Code=porniko/s | ||
|Definition= | |Definition=πορνική, πορνικόν, [[of harlots]], [[for harlots]], [[of prostitutes]], [[for prostitutes]], εἶδος [[LXX]] ''Pr.''7.10, cf.''AP''12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; [[πορνικὸν τέλος]] = [[tax paid by brothel-keepers]], [[prostitution tax]], [[tax on prostitutes]], Aeschin.1.119; οἱ [[πορνικοί]] = [[libertine]]s, Cat.Cod.Astr.2.166. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] hurerisch, Sp.; – [[τέλος]], Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0684.png Seite 684]] [[hurerisch]], Sp.; – [[τέλος]], Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. [[πορνικῶς]], Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de prostituée]].<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[развратный]], [[распутный]] ([[λόγος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[налагаемый на публичные дома]] ([[τέλος]] Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. [[τέλος]], ὁ [[φόρος]] ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. [[πορνοτελώνης]]. | |lstext='''πορνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. [[τέλος]], ὁ [[φόρος]] ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. [[πορνοτελώνης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πορνικός]], ή, όν [[πόρνη]]<br />of or for harlots, π. [[τέλος]] the tax paid by [[brothel]]-keepers, Aeschin. | |mdlsjtxt=[[πορνικός]], ή, όν [[πόρνη]]<br />of or for harlots, π. [[τέλος]] the tax paid by [[brothel]]-keepers, Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
πορνική, πορνικόν, of harlots, for harlots, of prostitutes, for prostitutes, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; πορνικὸν τέλος = tax paid by brothel-keepers, prostitution tax, tax on prostitutes, Aeschin.1.119; οἱ πορνικοί = libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.
German (Pape)
[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.
Russian (Dvoretsky)
πορνικός:
1 развратный, распутный (λόγος Anth.);
2 налагаемый на публичные дома (τέλος Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.
Greek Monotonic
πορνικός: -ή, -όν (πόρνη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόρνη, πορνικὸν τέλος, φόρος που πληρώνουν όσοι εξασκούν πορνεία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
πορνικός, ή, όν πόρνη
of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.