φούρκα: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργή]], [[θυμός]] που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, [[μνησικακία]] («η [[φούρκα]] του δεν περιγράφεται»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον έχω [[φούρκα]]» — τον έχω [[μανία]], [[είμαι]] εξοργισμένος [[εναντίον]] του<br />β) «μέ πιάνει [[φούρκα]]» — εξοργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[φούρκα]] και [[παλούκι]] και του σκοτωμένου η [[μάννα]]» — λέγεται για [[συμμορία]] τυχοδιωκτών και αλητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>furca</i> «[[δίκρανο]] [[στήριγμα]]»].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br />στενό ορεινό [[πέρασμα]], [[στενωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. τουρκ. προέλευσης]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργή]], [[θυμός]] που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, [[μνησικακία]] («η [[φούρκα]] του δεν περιγράφεται»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον έχω [[φούρκα]]» — τον έχω [[μανία]], [[είμαι]] εξοργισμένος [[εναντίον]] του<br />β) «μέ πιάνει [[φούρκα]]» — εξοργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[φούρκα]] και [[παλούκι]] και του σκοτωμένου η [[μάννα]]» — λέγεται για [[συμμορία]] τυχοδιωκτών και αλητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[furca]]</i> «[[δίκρανο]] [[στήριγμα]]»].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br />στενό ορεινό [[πέρασμα]], [[στενωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. τουρκ. προέλευσης]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:31, 16 September 2024
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].