Σωκρατικός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "*" to "*")
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Sokratikos
|Transliteration C=Sokratikos
|Beta Code=*swkratiko/s
|Beta Code=*swkratiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Socratic, of Socrates</b>, λόγοι <span class="bibl">Arist. <span class="title">Po.</span>1447b11</span>; μνημονεύματα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Vit.</span>p.41</span> J.; <b class="b3">ἐπιστολαί</b> Wilcken <span class="title">Chr.</span> 155 (iii A.D.); <b class="b3">οἱ Σ</b>. the <b class="b2">philosophers of his school</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>23</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">more Socratico</b>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>2.3.3</span>.</span>
|Definition=Σωκρατική, Σωκρατικόν, [[Socratic]], [[of Socrates]], λόγοι Arist. ''Po.''1447b11; [[μνημόνευμα|μνημονεύματα]] Phld.''Vit.''p.41 J.; [[ἐπιστολαί]] Wilcken ''Chr.'' 155 (iii A.D.); οἱ [[Σωκρατικοί]] = [[Socratics]], [[Socratic]] [[philosopher]]s, Luc.''Am.''23. Adv. [[Σωκρατικῶς]] = [[in the manner of Socrates]], [[Socratically]], Lat. [[more Socratico]], Cic.''Att.''2.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1059.png Seite 1059]] adj. von [[Σωκράτης]], sokratisch, den Sokrates betreffend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1059.png Seite 1059]] adj. von [[Σωκράτης]], [[sokratisch]], den Sokrates betreffend.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de Socrate]] <i>ou</i> [[de l'école de Socrate]], [[socratique]].<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''Σωκρᾰτικός:''' Arph., Luc. = [[Σωκράτειος]].
}}
{{eles
|esgtx=[[socrático]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Σωκρᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς [[αὐτοῦ]], Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, [[λόγος]] τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.
|lstext='''Σωκρᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς [[αὐτοῦ]], Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, [[λόγος]] τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Socrate <i>ou</i> de son école, socratique.<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σωκρᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>οἱ Σωκρατικοί</i>, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο του Σωκράτη, το [[more]] Socratico, του Κικ.
|lsmtext='''Σωκρᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>οἱ Σωκρατικοί</i>, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο του Σωκράτη, το [[more]] Socratico, του Κικ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''Σωκρᾰτικός:''' Arph., Luc. = [[Σωκράτειος]].
|mdlsjtxt=Σωκρᾰτικός, ή, όν<br />[[Socratic]], of [[Socrates]], Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his [[school]], Luc. adv. -κῶς, [[more]] Socratico, Cic.
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=Σωκρᾰτικός, ή, όν<br />Socratic, of [[Socrates]], Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his [[school]], Luc. adv. -κῶς, [[more]] Socratico, Cic.
|trtx====[[Socratic]]===
Czech: sokratovský; Danish: sokratisk; French: [[socratique]]; Georgian: სოკრატული; German: [[sokratisch]]; Greek: [[σωκρατικός]]; Ancient Greek: [[Σωκρατικός]]; Italian: [[socratico]]; Norwegian Bokmål: sokratisk; Polish: sokratejski, sokratyczny; Portuguese: [[socrático]]; Russian: [[сократический]]; Swedish: sokratisk
}}
}}

Latest revision as of 18:29, 28 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σωκρᾰτικός Medium diacritics: Σωκρατικός Low diacritics: Σωκρατικός Capitals: ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: Sōkratikós Transliteration B: Sōkratikos Transliteration C: Sokratikos Beta Code: *swkratiko/s

English (LSJ)

Σωκρατική, Σωκρατικόν, Socratic, of Socrates, λόγοι Arist. Po.1447b11; μνημονεύματα Phld.Vit.p.41 J.; ἐπιστολαί Wilcken Chr. 155 (iii A.D.); οἱ Σωκρατικοί = Socratics, Socratic philosophers, Luc.Am.23. Adv. Σωκρατικῶς = in the manner of Socrates, Socratically, Lat. more Socratico, Cic.Att.2.3.3.

German (Pape)

[Seite 1059] adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Socrate ou de l'école de Socrate, socratique.
Étymologie: Σωκράτης.

Russian (Dvoretsky)

Σωκρᾰτικός: Arph., Luc. = Σωκράτειος.

Spanish

socrático

Greek (Liddell-Scott)

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, λόγος τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.

Greek Monotonic

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· οἱ Σωκρατικοί, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του Σωκράτη, το more Socratico, του Κικ.

Middle Liddell

Σωκρᾰτικός, ή, όν
Socratic, of Socrates, Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his school, Luc. adv. -κῶς, more Socratico, Cic.

Translations

Socratic

Czech: sokratovský; Danish: sokratisk; French: socratique; Georgian: სოკრატული; German: sokratisch; Greek: σωκρατικός; Ancient Greek: Σωκρατικός; Italian: socratico; Norwegian Bokmål: sokratisk; Polish: sokratejski, sokratyczny; Portuguese: socrático; Russian: сократический; Swedish: sokratisk