Θεσσαλός: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=THessalos | |Transliteration C=THessalos | ||
|Beta Code=*qessalo/s | |Beta Code=*qessalo/s | ||
|Definition=Att. | |Definition=Att. [[Θετταλός]], Θεσσαλή, Θεσσαλόν, [[Thessalian]], [[Herodotus|Hdt.]] 5.63, etc.: [[proverb|prov.]], Θεσσαλὸν [[σόφισμα]] a [[Thessalian]] [[trick]], E.Ph.1407; Θεσσαλὸν [[νόμισμα]], i.e. [[false]] [[money]], Phot.; Thess. [[Πετθαλός]] IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. [[Φετταλός]] (as pr. n.) ib.7.2430.8.<br><span class="bld">II</span> pr. n. of a [[physician]] of the Methodic School:—hence Adj. [[Θεσσάλειος]], α, ον, Gal.15.763,al.<br><span class="bld">III</span> fem. [[Θεσσαλίς]], ίδος, [[Thessalian]], κυνῆ S.OC314: as [[substantive]] [[Θετταλίς]], ἡ, a kind of [[shoe]], Lysipp.2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Thessalie, Thessalien. | |btext=ή, όν :<br />de Thessalie, Thessalien. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Θεσσᾰλός:'''<br /><b class="num">I</b> атт. Θεττᾰλός 3 фессалийский (ἵπποι Soph.; [[σόφισμα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> атт. Θεττᾰλός ὁ [[фессалиец]] Pind., Arph., Arst.<br /><b class="num">III</b> ὁ Тессал или Фессал<br /><b class="num">1</b> сын Геракла Hom., Diod.;<br /><b class="num">2</b> сын Гемона, по друг. - Ясона, именем которого якобы названа Фессалия Diod.;<br /><b class="num">3</b> потомок Геракла, один из спутников спартанца Дориея, погибший в бою с финикиянами при попытке основать колонии в Сицилии Her.;<br /><b class="num">4</b> тж. [[Гегесистрат]], [[сын Писистрата]] Thuc., Diod.;<br /><b class="num">5</b> сын Кимона Plut.;<br /><b class="num">6</b> трагический актер времен Александра Македонского Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Θεσσᾰλός''': Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], [[τέχνασμα]] Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407· Θ. [[νόμισμα]], δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε [[Θεσσαλικός]]. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, [[εἶδος]] πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Θεσσᾰλός:''' Αττ. Θεττ-, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[Θεσσαλός]], αυτός που κατάγεται από τη [[Θεσσαλία]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], θεσσαλικό [[τέχνασμα]], από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> θηλ., Θεσσαλὶς [[κυνῆ]], θεσσαλικό [[καπέλο]], σε Σοφ. | |lsmtext='''Θεσσᾰλός:''' Αττ. Θεττ-, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[Θεσσαλός]], αυτός που κατάγεται από τη [[Θεσσαλία]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], θεσσαλικό [[τέχνασμα]], από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> θηλ., Θεσσαλὶς [[κυνῆ]], θεσσαλικό [[καπέλο]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> a Thessalian, Hdt., etc.; [[proverb]]., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]] a Thessalian [[trick]], from the [[faithless]] [[character]] of the [[people]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Θεσσαλὶς [[κυνῆ]] a Thessalian cap, Soph. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> a Thessalian, Hdt., etc.; [[proverb]]., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]] a Thessalian [[trick]], from the [[faithless]] [[character]] of the [[people]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Θεσσαλὶς [[κυνῆ]] a Thessalian cap, Soph. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=French: [[Thessalien]], [[Thessalienne]]; German: [[Thessaler]], [[Thessalerin]], [[Thessalier]], [[Thessalierin]]; Greek: [[Θεσσαλός]]; Ancient Greek: [[Θεσσαλός]], [[Θετταλός]], [[Πετθαλός]], [[Φετταλός]]; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: [[фессалиец]], [[фессалийка]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
Att. Θετταλός, Θεσσαλή, Θεσσαλόν, Thessalian, Hdt. 5.63, etc.: prov., Θεσσαλὸν σόφισμα a Thessalian trick, E.Ph.1407; Θεσσαλὸν νόμισμα, i.e. false money, Phot.; Thess. Πετθαλός IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. Φετταλός (as pr. n.) ib.7.2430.8.
II pr. n. of a physician of the Methodic School:—hence Adj. Θεσσάλειος, α, ον, Gal.15.763,al.
III fem. Θεσσαλίς, ίδος, Thessalian, κυνῆ S.OC314: as substantive Θετταλίς, ἡ, a kind of shoe, Lysipp.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Thessalie, Thessalien.
Russian (Dvoretsky)
Θεσσᾰλός:
I атт. Θεττᾰλός 3 фессалийский (ἵπποι Soph.; σόφισμα Eur.).
II атт. Θεττᾰλός ὁ фессалиец Pind., Arph., Arst.
III ὁ Тессал или Фессал
1 сын Геракла Hom., Diod.;
2 сын Гемона, по друг. - Ясона, именем которого якобы названа Фессалия Diod.;
3 потомок Геракла, один из спутников спартанца Дориея, погибший в бою с финикиянами при попытке основать колонии в Сицилии Her.;
4 тж. Гегесистрат, сын Писистрата Thuc., Diod.;
5 сын Кимона Plut.;
6 трагический актер времен Александра Македонского Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Θεσσᾰλός: Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, τέχνασμα Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407· Θ. νόμισμα, δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε Θεσσαλικός. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, εἶδος πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.
English (Autenrieth)
a son of Heracles, father of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ Θεσσαλός, -ή, -όν και θηλ. Θεσσαλίς, Α αττ. τ. Θετταλός θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Θεσσαλίας
αρχ.
1. θεσσαλικός
2. φρ. α) «θεσσαλὸν νόμισμα» — κίβδηλο νόμισμα
β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — είδος πέδιλου
3. παροιμ. «θεσσαλὸν σόφισμα» — θεσσαλική πανουργία, ψευτιά.
Greek Monotonic
Θεσσᾰλός: Αττ. Θεττ-, ὁ,
I. ο Θεσσαλός, αυτός που κατάγεται από τη Θεσσαλία, σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, θεσσαλικό τέχνασμα, από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.
II. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ, θεσσαλικό καπέλο, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. a Thessalian, Hdt., etc.; proverb., Θεσσαλὸν σόφισμα a Thessalian trick, from the faithless character of the people, Eur.
II. Θεσσαλὶς κυνῆ a Thessalian cap, Soph.
Translations
French: Thessalien, Thessalienne; German: Thessaler, Thessalerin, Thessalier, Thessalierin; Greek: Θεσσαλός; Ancient Greek: Θεσσαλός, Θετταλός, Πετθαλός, Φετταλός; Portuguese: tessálio, tessaliano, tessálico; Russian: фессалиец, фессалийка