Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροβολίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]]» ([[σώμα]] με [[σώμα]])<br /><b>3.</b> [[ανταλλάσσω]] διαπληκτισμούς, [[μαλώνω]] [[κατά]] τη [[συζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολισμός]], [[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκροβόλισις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστί]]].
|mltxt=(Α [[ἀκροβολίζομαι]]) [[ἀκρόβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Στρατ.)</b><br /><b>1.</b> αναπτύσσομαι σε αραιή [[τάξη]] ή [[φάλαγγα]] (<b>βλ.</b> [[ακροβολισμός]])<br /><b>2.</b> [[ανταλλάσσω]] με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς [[προτού]] εμπλακώ σε κανονική [[μάχη]], [[αψιμαχώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] από [[μακριά]], εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη [[κατά]] του εχθρικού στρατεύματος<br /><b>2.</b> [[αψιμαχώ]], σε [[αντίθεση]] με το «[[μάχομαι]] ἐκ τοῦ [[συστάδην]]» ([[σώμα]] με [[σώμα]])<br /><b>3.</b> [[ανταλλάσσω]] διαπληκτισμούς, [[μαλώνω]] [[κατά]] τη [[συζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρόβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβολισμός]], [[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκροβόλισις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβολιστής]], [[ακροβολιστί]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροβολίζομαι) ἀκρόβολος
νεοελλ.
(Στρατ.)
1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)
2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ
αρχ.
1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά του εχθρικού στρατεύματος
2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῦ συστάδην» (σώμα με σώμα)
3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρόβολος.
ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικός
αρχ.
ἀκροβόλισις
νεοελλ.
ακροβολιστής, ακροβολιστί].