μαλθακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malthakizomai
|Transliteration C=malthakizomai
|Beta Code=malqaki/zomai
|Beta Code=malqaki/zomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be softened</b>, of persons, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>79</span>,<span class="bibl">952</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>291</span>; of the sun's heat, Gal.17(1).388. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">relax, give in</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>458b</span>, al.; <b class="b2">to be a coward</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>179d</span>; <b class="b2">to be remiss</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>317c</span>.</span>
|Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be softened]], of persons, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''79,952, E.''Med.''291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.<br><span class="bld">II</span> [[relax]], [[give in]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 458b, al.; to [[be a coward]], Id.''Smp.''179d; to [[be remiss]], Id.''Ep.''317c.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεὺς]] τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεύς|Ζεὺς]] τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:05, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλθακίζομαι Low diacritics: μαλθακίζομαι Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malthakízomai Transliteration B: malthakizomai Transliteration C: malthakizomai Beta Code: malqaki/zomai

English (LSJ)

Pass.,
A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.
II relax, give in, Pl.R. 458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.

Greek Monolingual

μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.