λεπτουργία: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptourgia | |Transliteration C=leptourgia | ||
|Beta Code=leptourgi/a | |Beta Code=leptourgi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[fine workmanship]], Bito 54.3, J.''AJ''3.6.4; especially in wood, [[cabinet-making]], PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., [[working out in detail]], Them.''Or.''34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; [[subtlety]], Procl.''in Prm.''p.518 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν | |mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῖς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτολογία]] («[[πλείων]] τοῦ ἀνδρὸς ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] καὶ ἡ [[λεπτουργία]]», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> [[οξύτητα]] πνεύματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, fine workmanship, Bito 54.3, J.AJ3.6.4; especially in wood, cabinet-making, PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., working out in detail, Them.Or.34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; subtlety, Procl.in Prm.p.518 S.
German (Pape)
[Seite 31] ἡ, feine Arbeit, bes. der Tischler und Drechsler, ἀπὸ ξύλου, Sp., von Geweben, Ios. Uebtr. von geistigen Arbeiten, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργία: ἡ, λεπτὴ ἐργασία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ.
Greek Monolingual
η (AM λεπτουργία) λεπτουργός
καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῖς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.)
μσν.
(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή
αρχ.
1. λεπτολογία («πλείων τοῦ ἀνδρὸς ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ λεπτουργία», Θεμίστ.)
2. οξύτητα πνεύματος.