δούλεμα

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

το (AM δούλευμα
Μ και δούλεμα)
νεοελλ.
1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας
2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια
3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα»)
4. κοροϊδία, κούρντισμα
μσν.
λειτουργία
αρχ.
1. εργασία για δούλο
2. δούλος.