παλιναίρετος: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palinairetos | |Transliteration C=palinairetos | ||
|Beta Code=palinai/retos | |Beta Code=palinai/retos | ||
|Definition= | |Definition=παλιναίρετον,<br><span class="bld">A</span> [[removed from office and re-elected]], of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34.<br><span class="bld">2</span> of buildings, [[pulled down and rebuilt]], [[patched up]], Pi.''Fr.''84, cf. Harp. s.v., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], etc.; also [[σιδήρου]] π. ''IG''12.313.131 (Eleusis).<br><span class="bld">3</span> παλιναίρετα γεγονότα… καὶ διεφθαρμένα Pl.''Ti.''82e, expld. by Tim.''Lex.'' <b class="b3">φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον… αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλῐναίρετος:''' снова взятый, вновь используемый, т. е. бывший в употреблении, изношенный (π. καὶ διεφθαρμένος Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[παλιναίρετος]] | |sltr=[[παλιναίρετος]] demolished and rebuilt παλιναίρετα (''[[sc.]]'' οἰκοδομήματα) fr. 84. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλιναίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δημόσιο]] άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε [[πάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα<br />φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]]... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] | |mltxt=[[παλιναίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δημόσιο]] άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε [[πάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα<br />φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]]... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῦντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[αἱρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱροῦμαι</i> «εκλέγομαι»), [[πρβλ]]. [[αυθαίρετος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παλιναίρετος -ον [[[πάλιν]], [[αἱρέω]]] [[verkeerd]], [[verwerpelijk]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
παλιναίρετον,
A removed from office and re-elected, of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34.
2 of buildings, pulled down and rebuilt, patched up, Pi.Fr.84, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. IG12.313.131 (Eleusis).
3 παλιναίρετα γεγονότα… καὶ διεφθαρμένα Pl.Ti.82e, expld. by Tim.Lex. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον… αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα.
German (Pape)
[Seite 450] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλῐναίρετος: снова взятый, вновь используемый, т. е. бывший в употреблении, изношенный (π. καὶ διεφθαρμένος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐναίρετος: -ον, ὁ παυθεὶς καὶ πάλιν αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. παλίμβολος, παλινάγρετος. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E χωρίον: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ.
English (Slater)
παλιναίρετος demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.
Greek Monolingual
παλιναίρετος, -ον (Α)
1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι
2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου
3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα
φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγομαι»), πρβλ. αυθαίρετος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιναίρετος -ον [πάλιν, αἱρέω] verkeerd, verwerpelijk.