менять: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(3) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]] | |rueltext=[[μεταφέρω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]], [[μεταβάλλω]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 27 March 2024
Russian > Greek
μεταφέρω, διαλλάσσω, διαλλάττω, μεθίστημι, μετίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, ἀλλοιόω, διαμείβω, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, τρέπω, ἀντιμεταλαμβάνω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, μετακινέω, μεταμπέχομαι, μεταμπίσχομαι, μετεκδύομαι, μεταλαμβάνω, παρατρέπω, μετατίθημι, μεταβάλλω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω