высокомерие: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(2) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[σεμνόν]], [[μεγαλοφροσύνη]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑπερφροσύνη]], [[στρῆνος]], [[φρονηματισμός]], [[ὕψωμα]], [[ὑπεροπλία]], [[αὔχη]], [[αὔχα]], [[μεγαλοψυχία]], [[ἐπισκύνιον]], [[ὑπεροψία]], [[ἀνάτασις]], [[μεγαληνορία]], [[μεγαλανορία]] | |rueltext=[[σεμνόν]], [[μεγαλοφροσύνη]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑπερφροσύνη]], [[στρῆνος]], [[φρονηματισμός]], [[ὕψωμα]], [[ὑπεροπλία]], [[αὔχη]], [[αὔχα]], [[μεγαλοψυχία]], [[ἐπισκύνιον]], [[ὑπεροψία]], [[ἀνάτασις]], [[μεγαληνορία]], [[μεγαλανορία]], [[φρόνημα]], [[φρόνησις]], [[κόρος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 18 October 2019
Russian > Greek
σεμνόν, μεγαλοφροσύνη, ὑπερηφανία, ὑπερφροσύνη, στρῆνος, φρονηματισμός, ὕψωμα, ὑπεροπλία, αὔχη, αὔχα, μεγαλοψυχία, ἐπισκύνιον, ὑπεροψία, ἀνάτασις, μεγαληνορία, μεγαλανορία, φρόνημα, φρόνησις, κόρος