сбор: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἴσπραξις]], [[ἔσπραξις]], [[ἔκπραξις]], [[κομιδή]], [[κομιδά]], [[ἄροτος]], [[ἀροτός]], [[τόκος]], [[συγκομιδή]], [[ἀγερμός]], [[σπόρος]], [[ἄγερσις]], [[συλλογή]], [[ἐπάγερσις]], [[συνερανισμός]], [[ἀθροισμός]], [[ἁθροισμός]], [[συναγωγή]], [[ἐκφόριον]] | |rueltext=[[εἴσπραξις]], [[ἔσπραξις]], [[ἔκπραξις]], [[κομιδή]], [[κομιδά]], [[ἄροτος]], [[ἀροτός]], [[τόκος]], [[συγκομιδή]], [[ἀγερμός]], [[σπόρος]], [[ἄγερσις]], [[συλλογή]], [[ἐπάγερσις]], [[συνερανισμός]], [[ἀθροισμός]], [[ἁθροισμός]], [[συναγωγή]], [[ἐκφόριον]], [[φορά]] | ||
}} | }} |