переправляться: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιαβαίνω]] | |rueltext=[[συνδιαβαίνω]], [[διαβάλλω]], [[πορθμεύω]], [[διαπεραιόω]], [[διαπορεύω]], [[διαπορθμεύω]], [[περαιόω]], [[ἐπιδιαβαίνω]], [[ἀποπεράω]], [[διεκβάλλω]], [[διαπεράω]], [[διεκπεράω]], [[διαβαίνω]], [[διαίρω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 18 October 2019
Russian > Greek
συνδιαβαίνω, διαβάλλω, πορθμεύω, διαπεραιόω, διαπορεύω, διαπορθμεύω, περαιόω, ἐπιδιαβαίνω, ἀποπεράω, διεκβάλλω, διαπεράω, διεκπεράω, διαβαίνω, διαίρω