κατασταλτικός: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastaltikos | |Transliteration C=katastaltikos | ||
|Beta Code=katastaltiko/s | |Beta Code=katastaltiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατασταλτική, κατασταλτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fitted for checking]], opp. [[ἐγερτικός]], c. gen., S.E.''M.''6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763.<br><span class="bld">II</span> [[sedate]], τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. ''Tetr.''172.<br><span class="bld">III</span> -[[κή]], ἡ, [[the plant]] [[βατράχιον]], Apul.''Herb.''8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[geeignet]] [[zurückzuhalten]], zu [[hemmen]], [[hemmend]]</i>, φάρμακα, Medic., wie [[μέλη]] κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. <i>adv.mus</i>. 19. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασταλτικός:''' [[успокаивающий]], [[успокоительный]] (τὰ [[μέλη]] κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασταλτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐγερτικός]], | |lstext='''κατασταλτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ [[ἐγερτικός]], μετὰ γεν., [[μέλη]] κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, [[ἅπερ]] καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
κατασταλτική, κατασταλτικόν,
A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763.
II sedate, τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. Tetr.172.
III -κή, ἡ, the plant βατράχιον, Apul.Herb.8.
German (Pape)
ή, όν, geeignet zurückzuhalten, zu hemmen, hemmend, φάρμακα, Medic., wie μέλη κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. adv.mus. 19.
Russian (Dvoretsky)
κατασταλτικός: успокаивающий, успокоительный (τὰ μέλη κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασταλτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ ἐγερτικός, μετὰ γεν., μέλη κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, ἅπερ καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κατασταλτικός, -ή, -όν) καταστέλλω
αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος»)
νεοελλ.
κατευναστικός, καταπραϋντικός
αρχ.
ήσυχος, ατάραχος.
επίρρ...
κατασταλτικά και -ώς
με κατασταλτικό τρόπο.