κεναγγία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kenaggia
|Transliteration C=kenaggia
|Beta Code=kenaggi/a
|Beta Code=kenaggi/a
|Definition=Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">emptiness of vessels</b>; esp. [[hunger]], <span class="bibl">Pl.Com.156</span>; <b class="b3">κ. ἄγειν</b> to [[fast]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>608</span>.</span>
|Definition=Ion. [[κενεαγγίη]] ([[quod vide|q.v.]]), ἡ, [[emptiness of vessels]]; esp. [[hunger]], Pl.Com.156; <b class="b3">κ. ἄγειν</b> to [[fast]], Ar.''Fr.''608.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. [[κενεαγγίη]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. [[κενεαγγίη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεναγγία:''' ἡ пустота сосудов, т. е. голод: κεναγγίαν ἄγειν Arph. голодать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεναγγία''': ἡ, [[κενότης]] ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως [[πεῖνα]], Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, [[νηστεύω]], Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («[[Πλάτων]] δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον [[κενεαγγίη]].
|lstext='''κεναγγία''': ἡ, [[κενότης]] ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως [[πεῖνα]], Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, [[νηστεύω]], Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («[[Πλάτων]] δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον [[κενεαγγίη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεναγγία]] και [[κενεαγγίη]], ἡ (Α) [[κεναγγής]]<br /><b>1.</b> η [[κενότητα]], το [[άδειασμα]] τών αγγείων του σώματος, [[επομένως]], ο [[λιμός]], η [[πείνα]], η [[εξάντληση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεναγγίαν ἄγω» — [[νηστεύω]], <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[κεναγγία]] και [[κενεαγγίη]], ἡ (Α) [[κεναγγής]]<br /><b>1.</b> η [[κενότητα]], το [[άδειασμα]] τών αγγείων του σώματος, [[επομένως]], ο [[λιμός]], η [[πείνα]], η [[εξάντληση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεναγγίαν ἄγω» — [[νηστεύω]], <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κεναγγία:''' ἡ пустота сосудов, т. е. голод: κεναγγίαν ἄγειν Arph. голодать.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγία Medium diacritics: κεναγγία Low diacritics: κεναγγία Capitals: ΚΕΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: kenangía Transliteration B: kenangia Transliteration C: kenaggia Beta Code: kenaggi/a

English (LSJ)

Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ, emptiness of vessels; esp. hunger, Pl.Com.156; κ. ἄγειν to fast, Ar.Fr.608.

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.

Russian (Dvoretsky)

κεναγγία: ἡ пустота сосудов, т. е. голод: κεναγγίαν ἄγειν Arph. голодать.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγία: ἡ, κενότης ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως πεῖνα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, νηστεύω, Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («Πλάτων δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον κενεαγγίη.

Greek Monolingual

κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) κεναγγής
1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων του σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση
2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).