κενεαγγίη

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαγγίη Medium diacritics: κενεαγγίη Low diacritics: κενεαγγίη Capitals: ΚΕΝΕΑΓΓΙΗ
Transliteration A: keneangíē Transliteration B: keneangiē Transliteration C: keneaggii Beta Code: keneaggi/h

English (LSJ)

(in Mss. mostly -είη), ἡ, Ion. for κεναγγία, lowering or evacuant treatment, ibid., al., Aph.1.2, Coac.54; evacuation by bleeding, Aret.CD2.3.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαγγίη: (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, πεῖνα, ἐξάντλησις, ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «κενεαγγίη, ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα κένωσις».

Greek Monolingual

κενεαγγίη, ἡ (Α)
1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση
2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του κεναγγία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεαγγίη -ης, ἡ, ook -είη [κεναγγής] Ion. onthouding van eten, vasten; Hp.; laxeermiddel. Hp.

German (Pape)

ἡ, ion. = κεναγγία, Hungern, Hippocr.; Blutlassen, Medic.