λειπογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leipognomon
|Transliteration C=leipognomon
|Beta Code=leipognw/mwn
|Beta Code=leipognw/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[lacking]] γνώμονες 11.6, οἶς <span class="title">IG</span>22.1357 (iv B.C.), cf. <span class="bibl">Ister 53</span>, <span class="bibl">Poll.1.182</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>4.4</span>, Hscb (Freq. misspelt <b class="b3">λιπογνώμων</b> in codd.)</span>
|Definition=λειπογνώμον, gen. ονος, [[lacking]] γνώμονες 11.6, οἶς ''IG''22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.''Lex.''6, ''EM''4.4, Hscb (Freq. misspelt [[λιπογνώμων]] in codd.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[γνώμων]], <i>ορθο</i>-[[γνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])].
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[ολιγογνώμων]], [[ορθογνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἔλιπ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπογνώμων Medium diacritics: λειπογνώμων Low diacritics: λειπογνώμων Capitals: ΛΕΙΠΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: leipognṓmōn Transliteration B: leipognōmōn Transliteration C: leipognomon Beta Code: leipognw/mwn

English (LSJ)

λειπογνώμον, gen. ονος, lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)

German (Pape)

[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.

French (Bailly abrégé)

v. λιπογνώμων.

Greek Monolingual

λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγογνώμων, ορθογνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. ἔλιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].