λεπρώδης: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leprodis | |Transliteration C=leprodis | ||
|Beta Code=leprw/dhs | |Beta Code=leprw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λεπρῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[rough]], of the [[τρίγλη]], named from its habitat ([[rough]] rocks), Ael.''NA''2.41; φλοιός Dsc.1.68.<br><span class="bld">II</span> [[of leprous character]], of a disease, Id.''Eup.''1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, [[suffering from a leprous disease]], Gal.12.315. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[rugueux]].<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπρώδης''': -ες, [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]] τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, [[λεπρός]], Γαλην. 12. 315. | |lstext='''λεπρώδης''': -ες, [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]] τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, [[λεπρός]], Γαλην. 12. 315. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπρώδης]], -ῶδες (Α) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], αυτός που έχει ανώμαλη [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[λέπρα]]. | |mltxt=[[λεπρώδης]], -ῶδες (Α) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], αυτός που έχει ανώμαλη [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[λέπρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
λεπρῶδες,
A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68.
II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.
German (Pape)
[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.
Greek Monolingual
λεπρώδης, -ῶδες (Α) λέπρα
1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια
2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας
3. αυτός που πάσχει από λέπρα.