μέστωσις: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mestosis | |Transliteration C=mestosis | ||
|Beta Code=me/stwsis | |Beta Code=me/stwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[filling full]], [[saturation]], φαίνεται ἄπειρον πᾶν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ μ. ὄν Dam.''Pr.''200; [[plenitude]], τῆς οἰκείας τελειότητος Herm.''in Phdr.''p.145A.<br><span class="bld">II</span> in Lit. Crit., [[overcrowding with detail]], Syrian.''in Hermog.''1.36R. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέστωσις]], ἡ (Α) [[μεστώ]]<br /><b>1.</b> [[πλήρωση]], [[γέμισμα]], [[κορεσμός]]<br /><b>2.</b> [[πλησμονή]], [[αφθονία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (στην κριτική του λόγου) η [[πομπώδης]] λεκτική [[έκφραση]], το [[παραγέμισμα]], η [[επισώρευση]] λεπτομερειών. | |mltxt=[[μέστωσις]], ἡ (Α) [[μεστώ]]<br /><b>1.</b> [[πλήρωση]], [[γέμισμα]], [[κορεσμός]]<br /><b>2.</b> [[πλησμονή]], [[αφθονία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (στην κριτική του λόγου) η [[πομπώδης]] λεκτική [[έκφραση]], το [[παραγέμισμα]], η [[επισώρευση]] λεπτομερειών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A filling full, saturation, φαίνεται ἄπειρον πᾶν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ μ. ὄν Dam.Pr.200; plenitude, τῆς οἰκείας τελειότητος Herm.in Phdr.p.145A.
II in Lit. Crit., overcrowding with detail, Syrian.in Hermog.1.36R.
Greek Monolingual
μέστωσις, ἡ (Α) μεστώ
1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός
2. πλησμονή, αφθονία
3. μτφ. (στην κριτική του λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών.