τροχαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochaikos
|Transliteration C=trochaikos
|Beta Code=troxai+ko/s
|Beta Code=troxai+ko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[trochaic]], <span class="bibl">Anon.Rhythm.3.13</span>, <span class="bibl">Heph.3.3</span>, al., <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.3</span>, <span class="bibl">2.1</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">Eust.11.36</span>. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)</span>
|Definition=τροχαϊκή, τροχαϊκόν, [[trochaic]], Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.''Id.''1.3, 2.1, etc. Adv. [[τροχαϊκῶς]] ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], oder nach [[einigen]] Gramm. [[richtiger]] [[τροχαιϊκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τροχᾱϊκός:''' стих. состоящий из трохеев, трохеический.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [[τροχαῑος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό [[πόδα]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή [[διποδία]]» β. «τροχαϊκή [[συζυγία]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τροχαϊκώς]] / <i>τροχαϊκῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε τροχαϊκό [[μέτρο]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [[τροχαῖος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό [[πόδα]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή [[διποδία]]» β. «τροχαϊκή [[συζυγία]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τροχαϊκώς]] / <i>τροχαϊκῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε τροχαϊκό [[μέτρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''τροχᾱϊκός:''' стих. состоящий из трохеев, трохеический.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾱϊκός Medium diacritics: τροχαϊκός Low diacritics: τροχαϊκός Capitals: ΤΡΟΧΑΪΚΟΣ
Transliteration A: trochaïkós Transliteration B: trochaikos Transliteration C: trochaikos Beta Code: troxai+ko/s

English (LSJ)

τροχαϊκή, τροχαϊκόν, trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. τροχαϊκῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)

German (Pape)

[ᾱ], oder nach einigen Gramm. richtiger τροχαιϊκός.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.