χειροτονητός: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirotonitos | |Transliteration C=cheirotonitos | ||
|Beta Code=xeirotonhto/s | |Beta Code=xeirotonhto/s | ||
|Definition= | |Definition=χειροτονητή, χειροτονητόν, [[elected by show of hands]], Aeschin.3.25, Arist.''Ath.''54.3; <b class="b3">ἀρχὴ χ.</b> an [[elective]] magistracy, opp. [[κληρωτή]], Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.''Rh. Al.''1424a14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] adj. verb. zu [[χειροτονέω]], vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, [[ἀρχή]], | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] adj. verb. zu [[χειροτονέω]], vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, [[ἀρχή]], <span class="ggns">Gegensatz</span> von κληρωτή, 1, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />élu <i>ou</i> décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτονέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροτονητός:''' [adj. verb. к [[χειροτονέω]]<br /><b class="num">1</b> [[избранный поднятием рук]] (ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; [[ἱερεύς]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[выборный]] ([[ἀρχή]] Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτονητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. [[αἱρετός]]. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ. | |lstext='''χειροτονητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. [[αἱρετός]]. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειροτονητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με [[ανάταση]] χεριών, σε Αισχίν.· <i>ἀρχὴ χειροτονητή</i>, εκλεγμένη [[αρχή]], αντίθ. προς το <i>κληρωτή</i>, σε Αισχίν. | |lsmtext='''χειροτονητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με [[ανάταση]] χεριών, σε Αισχίν.· <i>ἀρχὴ χειροτονητή</i>, εκλεγμένη [[αρχή]], αντίθ. προς το <i>κληρωτή</i>, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χειροτονητός]], ή, όν verb. adj. of [[χειροτονέω]]<br />elected by [[show]] of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an [[elective]] [[magistracy]], opp. to κληρωτή, Aeschin. | |mdlsjtxt=[[χειροτονητός]], ή, όν verb. adj. of [[χειροτονέω]]<br />elected by [[show]] of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an [[elective]] [[magistracy]], opp. to κληρωτή, Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
χειροτονητή, χειροτονητόν, elected by show of hands, Aeschin.3.25, Arist.Ath.54.3; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. κληρωτή, Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.Rh. Al.1424a14.
German (Pape)
[Seite 1347] adj. verb. zu χειροτονέω, vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, ἀρχή, Gegensatz von κληρωτή, 1, 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
élu ou décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.
Étymologie: χειροτονέω.
Russian (Dvoretsky)
χειροτονητός: [adj. verb. к χειροτονέω
1 избранный поднятием рук (ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; ἱερεύς Plut.);
2 выборный (ἀρχή Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. αἱρετός. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χειροτονῶ
αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν.
β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων», Λουκιαν.).
επίρρ...
χειροτονητῶς Μ
με ανάταση τών χεριών.
Greek Monotonic
χειροτονητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με ανάταση χεριών, σε Αισχίν.· ἀρχὴ χειροτονητή, εκλεγμένη αρχή, αντίθ. προς το κληρωτή, σε Αισχίν.
Middle Liddell
χειροτονητός, ή, όν verb. adj. of χειροτονέω
elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.