ἐρημικός: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erimikos
|Transliteration C=erimikos
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for solitude, living in a desert</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>.</span>
|Definition=ἐρημική, ἐρημικόν, [[of solitude]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], [[LXX]] ''Ps.''101(102).7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημικός Medium diacritics: ἐρημικός Low diacritics: ερημικός Capitals: ΕΡΗΜΙΚΟΣ
Transliteration A: erēmikós Transliteration B: erēmikos Transliteration C: erimikos Beta Code: e)rhmiko/s

English (LSJ)

ἐρημική, ἐρημικόν, of solitude or for solitude, living in a desert, LXX Ps.101(102).7.

German (Pape)

[Seite 1026] zur Einsamkeit gehörig, daran gewöhnt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς βίος, ὁ βίος ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρημικός, -ή, -όν) έρημος
1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος
2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός, ασυντρόφευτος
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. ως τοπωνύμιο) τὰ Ἐρημικά («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα Ἐρημικά» — με έβγαλε έξω από την πόλη, στην περιοχή που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)
αρχ.
φρ. «ἐρημικός βίος» — ο βίος του ερημίτη.
επίρρ...
ερημικώς και -ά. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο.