Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπομέλας: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypomelas
|Transliteration C=ypomelas
|Beta Code=u(pome/las
|Beta Code=u(pome/las
|Definition=<b class="b3">μέλαινα, μέλᾰν</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[blackish]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>.<b class="b3">β</b>, Gal.16.714, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.15</span>.</span>
|Definition=[[μέλαινα]], [[μέλαν]], [[blackish]], Hp.''Epid.''1.26.β, Gal.16.714, Aret.''SD''1.15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομέλᾱς Medium diacritics: ὑπομέλας Low diacritics: υπομέλας Capitals: ΥΠΟΜΕΛΑΣ
Transliteration A: hypomélas Transliteration B: hypomelas Transliteration C: ypomelas Beta Code: u(pome/las

English (LSJ)

μέλαινα, μέλαν, blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.

German (Pape)

[Seite 1225] -μέλαινα, -μέλαν, etwas schwarz, schwärzlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομέλᾱς: -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι μέλας, μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10

Greek Monolingual

-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].