ἐκβιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekviastikos | |Transliteration C=ekviastikos | ||
|Beta Code=e)kbiastiko/s | |Beta Code=e)kbiastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκβιαστική, ἐκβιαστικόν, [[oppressive]], [[tyrannical]], Ptol.''Tetr.''155 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); cf. <b class="b3">ἐκβιβ-</b>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκβιαστική, ἐκβιαστικόν, oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).