ὑπεκπρολύω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekprolyo
|Transliteration C=ypekprolyo
|Beta Code=u(pekprolu/w
|Beta Code=u(pekprolu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[loose from under]], ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης = [[loose]]d the [[mule]]s from under the [[carriage]]-[[yoke]], [[unyoke]]d and [[let]] them go to [[graze]], <span class="bibl">Od.6.88</span>.</span>
|Definition=[[loose from under]], ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης = [[loose]]d the [[mule]]s from under the [[carriage]]-[[yoke]], [[unyoke]]d and [[let]] them go to [[graze]], Od.6.88.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ὑπεκπροέλυσαν;<br />dételer de, rég. ind. au gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκ, προλύω.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρολύω:''' [[отвязывать]], [[выпрягать]] (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκπρολύω''': λύω κάτωθέν τινος καὶ [[ἐξάγω]], ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. [[κάτωθεν]] τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν [[κάτω]] σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν [[ἔμπροσθεν]] ὑπαγορεύει».
|lstext='''ὑπεκπρολύω''': λύω κάτωθέν τινος καὶ [[ἐξάγω]], ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. [[κάτωθεν]] τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν [[κάτω]] σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν [[ἔμπροσθεν]] ὑπαγορεύει».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> ὑπεκπροέλυσαν;<br />dételer de, rég. ind. au gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκ]], προλύω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑπεκπρολύω:''' μέλ. <i>-λύσω</i>, [[λύνω]] από [[κάτω]], <i>ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης</i>, έλυσαν τα μουλάρια [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπρολύω:''' отвязывать, выпрягать (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -λύσω<br />to [[loose]] from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the [[carriage]]-[[yoke]], Od.
|mdlsjtxt=fut. -λύσω<br />to [[loose]] from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the [[carriage]]-[[yoke]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπρολύω Medium diacritics: ὑπεκπρολύω Low diacritics: υπεκπρολύω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΛΥΩ
Transliteration A: hypekprolýō Transliteration B: hypekprolyō Transliteration C: ypekprolyo Beta Code: u(pekprolu/w

English (LSJ)

loose from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης = loosed the mules from under the carriage-yoke, unyoked and let them go to graze, Od.6.88.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), darunter losmachen, abspannen, ἡμιόνους ἀπήνης Od. 6, 88, eigtl. unter dem Joche ablösen u. fortgehen lassen.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. ὑπεκπροέλυσαν;
dételer de, rég. ind. au gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προλύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπρολύω: отвязывать, выпрягать (ἡμιόνους ἀπήνης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπρολύω: λύω κάτωθέν τινος καὶ ἐξάγω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, ἔλυσαν τὰς ἡμ. κάτωθεν τοῦ ζυγοῦ, ἀπέζευξαν αὐτὰς καὶ ἀφῆκαν εἰς νομήν, Ὀδ. Ζ. 88. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «ἡ μὲν ὑπὲκ τὴν ἀπόζευξιν δηλοῖ, ἡ δὲ πρὸ τὴν εἰς τοὔμπροσθεν ἔλασιν τῶν ἡμιόνων», κατὰ δὲ τὸν Εὐστ. σελ. 217, 20 «ἡ ὑπὸ τὴν κάτω σχέσιν, ἡ δὲ ἐξ τὴν ἐκτός, ἡ δὲ πρὸ τὴν ἔμπροσθεν ὑπαγορεύει».

English (Autenrieth)

only aor., ὑπεκπροέλῦσαν, loosed from under the yoke (wagon), Od. 6.88†.

Greek Monolingual

Α
λύνω κάτι από κάτω και το βγάζω έξω («ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + πρό + λύω].

Greek Monotonic

ὑπεκπρολύω: μέλ. -λύσω, λύνω από κάτω, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης, έλυσαν τα μουλάρια κάτω από τον ζυγό της άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -λύσω
to loose from under, ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης loosed the mules from under the carriage-yoke, Od.