Χειρώνειος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=CHeironeios
|Transliteration C=CHeironeios
|Beta Code=&#42;xeirw/neios
|Beta Code=&#42;xeirw/neios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[from Cheiron]], X. <b class="b3">ἕλκος</b> a sore like <b class="b2">Cheiron's</b> or <b class="b2">needing his aid, a malignant</b> sore, <span class="bibl">Zen.6.46</span>, Gal.10.1006, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.92</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>14p.451M.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">πάνακες Χειρώνειον</b>, [[elecampane]], [[Inula Helenium]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.1</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 25.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">Cheiron's all-heal, Hypericum olympicum</b>, Dsc.3.50. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> X. <b class="b3">ῥίζα</b>, = [[ἄμπελος ἀγρία]], [[bryony]], Gal.14.186.</span>
|Definition=Χειρώνειον,<br><span class="bld">A</span> [[of Cheiron]] or [[from Cheiron]], [[Χειρώνειον ἕλκος]] = a [[sore]] like [[Cheiron's]] or [[need]]ing his [[aid]], a [[malignant]] [[sore]], Zen.6.46, Gal.10.1006, Alex.Aphr.Pr.1.92, Hierocl.in CA14p.451M.<br><span class="bld">II</span> [[πάνακες Χειρώνειον]], [[elecampane]], [[horse-heal]], [[elfdock]], [[Inula helenium]], Thphr.HP9.11.1, Plin.HN 25.32.<br><span class="bld">2</span> [[Cheiron's all-heal]], [[Hypericum olympicum]], Dsc.3.50.<br><span class="bld">III</span> [[Χειρώνειος ῥίζα]] = [[ἄμπελος ἀγρία]], [[bryony]], Gal.14.186.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Χειρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., [[ἕλκος]], [[ἕλκος]] [[οἷον]] τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας [[αὐτοῦ]], [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· [[πάνακες]] Χειρώνειον, [[εἶδος]] κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος [[ῥίζα]], Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - [[ἀλλά]], Χειρωνεία [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ.
|lstext='''Χειρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., [[ἕλκος]], [[ἕλκος]] [[οἷον]] τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας [[αὐτοῦ]], [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· [[πάνακες]] Χειρώνειον, [[εἶδος]] κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος [[ῥίζα]], Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - [[ἀλλά]], Χειρωνεία [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ.
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χειρώνειος Medium diacritics: Χειρώνειος Low diacritics: Χειρώνειος Capitals: ΧΕΙΡΩΝΕΙΟΣ
Transliteration A: Cheirṓneios Transliteration B: Cheirōneios Transliteration C: CHeironeios Beta Code: *xeirw/neios

English (LSJ)

Χειρώνειον,
A of Cheiron or from Cheiron, Χειρώνειον ἕλκος = a sore like Cheiron's or needing his aid, a malignant sore, Zen.6.46, Gal.10.1006, Alex.Aphr.Pr.1.92, Hierocl.in CA14p.451M.
II πάνακες Χειρώνειον, elecampane, horse-heal, elfdock, Inula helenium, Thphr.HP9.11.1, Plin.HN 25.32.
2 Cheiron's all-heal, Hypericum olympicum, Dsc.3.50.
III Χειρώνειος ῥίζα = ἄμπελος ἀγρία, bryony, Gal.14.186.

Greek (Liddell-Scott)

Χειρώνειος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., ἕλκος, ἕλκος οἷον τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας αὐτοῦ, ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· πάνακες Χειρώνειον, εἶδος κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος ῥίζα, Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - ἀλλά, Χειρωνεία ῥίζα εἶναι ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ.