ῥιγοπύρετος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ὁ</b>" to "ῠ], ὁ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rigopyretos
|Transliteration C=rigopyretos
|Beta Code=r(igopu/retos
|Beta Code=r(igopu/retos
|Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fever with shivering fits, ague</b>, Gal.19.560,567, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>115</span>, <span class="bibl">Vett.Val.210.5</span>; also ῥῑγο-πύρετον, τό, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.73B.</span>; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. s.v. [[ἠπιόλιον]].</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, [[fever with shivering fits]], [[ague]], Gal.19.560,567, Ptol.''Tetr.''115, Vett.Val.210.5; also [[ῥιγοπύρετον]], τό, Phryn.''PS''p.73B.; Dim. [[ῥιγοτίον]], τό, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἠπιόλιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς [[μετὰ]] ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]].
|lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α<br />[[πυρετός]] που συνοδεύεται από έντονο [[ρίγος]], [[πυρετικός]] [[παροξυσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρετός]].
|mltxt=ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α<br />[[πυρετός]] που συνοδεύεται από έντονο [[ρίγος]], [[πυρετικός]] [[παροξυσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρετός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγοπύρετος Medium diacritics: ῥιγοπύρετος Low diacritics: ριγοπύρετος Capitals: ΡΙΓΟΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: rhigopýretos Transliteration B: rhigopyretos Transliteration C: rigopyretos Beta Code: r(igopu/retos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥιγοπύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥιγοτίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.

German (Pape)

[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.

Greek Monolingual

ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.