καρύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karyinos
|Transliteration C=karyinos
|Beta Code=karu/i+nos
|Beta Code=karu/i+nos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of nuts]], ἔλαιον Gal.11.871; <b class="b3">κ. Χρῶμα</b> [[nutbrown]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>78</span>; cf. [[καρόϊνος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">made of walnut-wood</b>, σανίδες <span class="title">IG</span>11(2).203<span class="title">B</span>100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>30.37</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Je.</span>1.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">καρυΐνη, ἡ</b>, [[narrow jar]], <span class="bibl">Gp.13.7.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">Καρύϊνος οἶνος</b>, v. [[κάροινον]].</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of nuts]], ἔλαιον Gal.11.871; <b class="b3">κ. Χρῶμα</b> [[nutbrown]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''78; cf. [[καρόϊνος]].<br><span class="bld">II</span> [[made of walnut-wood]], σανίδες ''IG''11(2).203''B''100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος [[LXX]] ''Ge.''30.37, cf. ''Je.''1.11.<br><span class="bld">III</span> [[καρυΐνη]], ἡ, [[narrow jar]], Gp.13.7.2.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">Καρύϊνος οἶνος</b>, v. [[κάροινον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καρύϊνος]], -ΐνη, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] καρυδιάς, ο [[καρυδένιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καρυΐνη</i><br />στενή [[στάμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καρύδι]] («[[καρύϊνον]] [[ἔλαιον]]» — το [[καρυδέλαιο]], <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρύϊνος]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που παραγόταν στη Μαιονία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρύ</i>-<i>ινος</i>, <i>πώρ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[καρύϊνος]], -ΐνη, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] καρυδιάς, ο [[καρυδένιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καρυΐνη</i><br />στενή [[στάμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καρύδι]] («[[καρύϊνον]] [[ἔλαιον]]» — το [[καρυδέλαιο]], <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρύϊνος]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που παραγόταν στη Μαιονία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[δρύινος]], [[πώρινος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠϊνος Medium diacritics: καρύϊνος Low diacritics: καρύϊνος Capitals: ΚΑΡΥΪΝΟΣ
Transliteration A: karýïnos Transliteration B: karuinos Transliteration C: karyinos Beta Code: karu/i+nos

English (LSJ)

η, ον,
A of nuts, ἔλαιον Gal.11.871; κ. Χρῶμα nutbrown, Thphr. Sens.78; cf. καρόϊνος.
II made of walnut-wood, σανίδες IG11(2).203B100 (Delos, iii B. C.); ῥάβδος LXX Ge.30.37, cf. Je.1.11.
III καρυΐνη, ἡ, narrow jar, Gp.13.7.2.
IV Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον.

German (Pape)

[Seite 1331] = καρυηρός; ἔλαιον, Nußöl, Sp.; χρῶμα, Nußfarbe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύϊνος: -η, -ον, = καρυηρός, ἕλαιον Γαλην. 13. 172· κ. χρῶμα, ὡς τὸ τοῦ καρύου, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 78· κ. ῥάβδος, ἐκ ξύλου καρύας, Ἑβδ. (Γέν. Λ’, 37).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καρύϊνος, -ΐνη, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη
στενή στάμνα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από καρύδικαρύϊνον ἔλαιον» — το καρυδέλαιο, Γαλ.)
2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» — οίνος που παραγόταν στη Μαιονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ινος (πρβλ. δρύινος, πώρινος)].