μητιόεις: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Rath" to "Rat") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitioeis | |Transliteration C=mitioeis | ||
|Beta Code=mhtio/eis | |Beta Code=mhtio/eis | ||
|Definition= | |Definition=μητιόεσσα, μητιόεν, ([[μῆτις]]) [[wise in counsel]], [[epithet]] of [[Zeus]], = [[μητίετα]], ''h.Ap.''344, Hes.''Op.''51,769, etc.; <b class="b3">φάρμακα μητιόεντα</b> [[wise]], i.e. [[well-chosen]], [[helpful]] [[remedy|remedies]], Od.4.227; μητιόεις [[δόλος]] Alex.Aet.3.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] εσσα, εν, reich an klugem | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] εσσα, εν, reich an klugem Rat, wie [[μητίετα]]; [[Ζεύς]], H. h. Ap. 344; Hes. O. 51. 771 Th. 286. 457; φάρμακα μητιόεντα, Od. 4, 227, sind künstlich ersonnene Mittel; [[δόλος]] [[μητιόεις]], Alex. Aet. 5, 18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />prudemment <i>ou</i> habilement imaginé (remède).<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />prudemment <i>ou</i> habilement imaginé (remède).<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητιόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1</b> [[мудрый]] ([[Ζεύς]] HH, Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[искусно приготовленный]] (φάρμακα Hom.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μητιόεις''': εσσα, εν, ([[μῆτις]]) [[πλήρης]] συνέσεως, περίνους, ἐπίθ. τοῦ Διὸς = [[μητίετα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 344, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 51. 767, κτλ.· φάρμακα μητιόεντα, δηλ. εὑρεθέντα ἢ σκευασθέντα μετὰ συνέσεως, ἐκλεκτά, ὠφέλιμα, «τὰ κατὰ σύνεσιν εὑρημένα ἢ δραστικὰ» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 227. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που έχει [[σύνεση]] ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με [[σύνεση]], ο [[ωφέλιμος]] («φάρμακα μητιόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ( | |mltxt=[[μητιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που έχει [[σύνεση]] ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με [[σύνεση]], ο [[ωφέλιμος]] («φάρμακα μητιόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]], [[δακρυόεις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μητιόεις:''' -εσσα, -εν ([[μῆτις]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σοφός]] στο να συμβουλεύει, [[πάνσοφος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>φάρμακα μητιόεντα</i>, σοφά, δηλ. καλοδιαλεγμένα, βοηθητικά, θεραπευτικά, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''μητιόεις:''' -εσσα, -εν ([[μῆτις]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σοφός]] στο να συμβουλεύει, [[πάνσοφος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>φάρμακα μητιόεντα</i>, σοφά, δηλ. καλοδιαλεγμένα, βοηθητικά, θεραπευτικά, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 16 April 2024
English (LSJ)
μητιόεσσα, μητιόεν, (μῆτις) wise in counsel, epithet of Zeus, = μητίετα, h.Ap.344, Hes.Op.51,769, etc.; φάρμακα μητιόεντα wise, i.e. well-chosen, helpful remedies, Od.4.227; μητιόεις δόλος Alex.Aet.3.18.
German (Pape)
[Seite 179] εσσα, εν, reich an klugem Rat, wie μητίετα; Ζεύς, H. h. Ap. 344; Hes. O. 51. 771 Th. 286. 457; φάρμακα μητιόεντα, Od. 4, 227, sind künstlich ersonnene Mittel; δόλος μητιόεις, Alex. Aet. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
prudemment ou habilement imaginé (remède).
Étymologie: μῆτις.
Russian (Dvoretsky)
μητιόεις: όεσσα, όεν
1 мудрый (Ζεύς HH, Hes.);
2 искусно приготовленный (φάρμακα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μητιόεις: εσσα, εν, (μῆτις) πλήρης συνέσεως, περίνους, ἐπίθ. τοῦ Διὸς = μητίετα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 344, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 51. 767, κτλ.· φάρμακα μητιόεντα, δηλ. εὑρεθέντα ἢ σκευασθέντα μετὰ συνέσεως, ἐκλεκτά, ὠφέλιμα, «τὰ κατὰ σύνεσιν εὑρημένα ἢ δραστικὰ» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 227.
English (Autenrieth)
pl. -εντα (μῆτις): full of device, helpful, φάρμακα, Od. 4.227†.
Greek Monolingual
μητιόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές
2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα -όεις (πρβλ. αστερόεις, δακρυόεις)].
Greek Monotonic
μητιόεις: -εσσα, -εν (μῆτις),
1. σοφός στο να συμβουλεύει, πάνσοφος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
2. φάρμακα μητιόεντα, σοφά, δηλ. καλοδιαλεγμένα, βοηθητικά, θεραπευτικά, σε Ομήρ. Οδ.