μετακύμιος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metakymios | |Transliteration C=metakymios | ||
|Beta Code=metaku/mios | |Beta Code=metaku/mios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῡ], ον, ([[κῦμα]]) [[between the waves]], <b class="b3">μ. ἄτας</b> [[between two waves]] of misery, i.e. [[bringing a short lull]] or [[pause]] from misery, E. ''Alc.''91 (lyr.); <b class="b3">τὸ μ.</b> [[space between the waves]], Numen. ap. Eus.''PE''11.22 (pl.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>[[zwischen]] den [[Wellen]]</i>; [[μετακύμιος]] ἄτας, <i>[[zwischen]] die [[Wellen]] des Schicksals [[tretend]], sie [[abwendend]]</i>, Eur. <i>Alc</i>. 91; [[Numen]]. bei Euseb. hat auch μετακυμία. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετακύμιος:''' (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C. | |lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετακύμιος:''' -ον ([[κῦμα]]), [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] σώματα, ἄτας [[μετακύμιος]], [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή [[ανάπαυλα]] ή [[παύση]] στη [[δυστυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μετακύμιος:''' -ον ([[κῦμα]]), [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] σώματα, ἄτας [[μετακύμιος]], [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή [[ανάπαυλα]] ή [[παύση]] στη [[δυστυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μετα-κύμιος, ον [[κῦμα]]<br />[[between]] the waves, ἄτας μ. [[between]] two waves of [[misery]], i. e. [[bringing]] a [[short]] [[lull]] or [[pause]] from [[misery]], Eur. | |mdlsjtxt=μετα-κύμιος, ον [[κῦμα]]<br />[[between]] the waves, ἄτας μ. [[between]] two waves of [[misery]], i. e. [[bringing]] a [[short]] [[lull]] or [[pause]] from [[misery]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], ον, (κῦμα) between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i.e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.
German (Pape)
[ῡ], zwischen den Wellen; μετακύμιος ἄτας, zwischen die Wellen des Schicksals tretend, sie abwendend, Eur. Alc. 91; Numen. bei Euseb. hat auch μετακυμία.
Russian (Dvoretsky)
μετακύμιος: (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.
Greek (Liddell-Scott)
μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.
Greek Monolingual
μετακύμιος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον
το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κύμιος (< κῦμα)].
Greek Monotonic
μετακύμιος: -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος, ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.
Middle Liddell
μετα-κύμιος, ον κῦμα
between the waves, ἄτας μ. between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, Eur.