ὀπισθέναρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthenar
|Transliteration C=opisthenar
|Beta Code=o)pisqe/nar
|Beta Code=o)pisqe/nar
|Definition=ᾰρος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the back of the hand]], <span class="bibl">Poll.2.143</span>, <span class="bibl">144</span>, <span class="bibl">9.126</span>.</span>
|Definition=ᾰρος, τό, [[the back of the hand]], Poll.2.143, 144, 9.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 143, 144, Γαλην.
|lstext='''ὀπισθέναρ''': -ᾰρος, τό, τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν [[ἔνδοθεν]] τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου [[μέχρι]] τοῦ λιχανοῦ, [[θέναρ]] καλεῖται, τὸ δὲ [[ἔξωθεν]] [[ὀπισθέναρ]]» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὀπισθέναρ]], -αρος)<br />η [[σαρκώδης]] [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο ωλένιο [[χείλος]] της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπισθο</i>-[[θέναρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]»), με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
|mltxt=το (Α [[ὀπισθέναρ]], -αρος)<br />η [[σαρκώδης]] [[προεξοχή]] που σχηματίζεται στο ωλένιο [[χείλος]] της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπισθο</i>-[[θέναρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]»), με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθέναρ Medium diacritics: ὀπισθέναρ Low diacritics: οπισθέναρ Capitals: ΟΠΙΣΘΕΝΑΡ
Transliteration A: opisthénar Transliteration B: opisthenar Transliteration C: opisthenar Beta Code: o)pisqe/nar

English (LSJ)

ᾰρος, τό, the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.

German (Pape)

[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].