περιδίδωμι: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=περιδῐ́δωμι | ||
|Medium diacritics=περιδίδωμι | |Medium diacritics=περιδίδωμι | ||
|Low diacritics=περιδίδωμι | |Low diacritics=περιδίδωμι | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perididomi | |Transliteration C=perididomi | ||
|Beta Code=peridi/dwmi | |Beta Code=peridi/dwmi | ||
|Definition=only in Med., | |Definition=only in Med., [[stake]], [[wager]], c. gen. pretii, <b class="b3">τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος</b> [[let us make a wager of]] a [[tripod]], i.e. let us [[wager]] a [[tripod]] (to be paid by the loser), Il.23.485; <b class="b3">ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς</b> I will [[wager]] myself, i.e. my life, Od.23.78; <b class="b3">π. πότερον</b>… [[lay a wager]] whether... [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1115; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.''Eq.''791: with dat. pers. added, <b class="b3">περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν</b> [[have a wager]] with me for a little thyme-salt, Id.''Ach.''772; <b class="b3">περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴ</b>… Id.''Nu.''644, cf. Diph.130. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, | |lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only [[mid]]. fut., and aor. subj. 1 du. [[περιδώμεθον]]: [[mid]]., [[stake]], [[wager]], w. gen. of the [[thing]] risked, Il. 23.485 | |auten=only [[mid]]. fut., and aor. subj. 1 du. [[περιδώμεθον]]: [[mid]]., [[stake]], [[wager]], w. gen. of the [[thing]] risked, Il. 23.485 ; [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, ‘[[will]] [[stake]] my [[life]],’ Od. 23.78. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>μεσ.</b> <i>περιδίδομαι</i><br />[[στοιχηματίζω]] («[[τρίποδος]] [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε [[στοίχημα]] έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δίδωμι]] «[[δίνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>μεσ.</b> <i>περιδίδομαι</i><br />[[στοιχηματίζω]] («[[τρίποδος]] [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε [[στοίχημα]] έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δίδωμι]] «[[δίνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:22, 15 February 2024
English (LSJ)
only in Med., stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.23.485; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, Od.23.78; π. πότερον… lay a wager whether... Ar.Ach.1115; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.Eq.791: with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Id.Ach.772; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴ… Id.Nu.644, cf. Diph.130.
German (Pape)
[Seite 572] (s. δίδωμι), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch περί τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416.
Greek (Liddell-Scott)
περιδίδωμι: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω στοίχημα, στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς τιμῆς), τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν στοίχημα ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν ὅστις χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, «στοίχημα θήσομαι ὑπὲρ ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω στοίχημα ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ ἅλας μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.
English (Autenrieth)
only mid. fut., and aor. subj. 1 du. περιδώμεθον: mid., stake, wager, w. gen. of the thing risked, Il. 23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, ‘will stake my life,’ Od. 23.78.
Greek Monolingual
Α
μεσ. περιδίδομαι
στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίδωμι «δίνω»].