περιστεφής: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristefis | |Transliteration C=peristefis | ||
|Beta Code=peristefh/s | |Beta Code=peristefh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιστεφές,<br><span class="bld">A</span> [[wreathed]], [[crowned]], <b class="b3">ἀνθέων π.</b> [[with a crown]] of flowers, S.''El.''895.<br><span class="bld">II</span> Act., [[twining]], [[encircling]], κισσός E.''Ph.''651 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π., Plut. Fab. M. 6, – [[κισσός]], Eur. Phoen. 654, akt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π., Plut. Fab. M. 6, – [[κισσός]], Eur. Phoen. 654, akt. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ής, ές :<br />[[couronné]].<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιστεφής:'''<br /><b class="num">1</b> [[увенчанный]]: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιστεφής:''' -ές ([[στέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], ἀνθέων [[περιστεφής]], αυτός που έχει [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, [[κισσός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''περιστεφής:''' -ές ([[στέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[στεφανωμένος]], [[εστεμμένος]], ἀνθέων [[περιστεφής]], αυτός που έχει [[στεφάνι]] από λουλούδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, [[κισσός]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιστεφής''': -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περι-στεφής, ές [[στέφω]]<br /><b class="num">I.</b> wreathed, [[crowned]], ἀνθέων π. with a [[crown]] of flowers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. twining, [[encircling]], [[κισσός]] Eur. | |mdlsjtxt=περι-στεφής, ές [[στέφω]]<br /><b class="num">I.</b> wreathed, [[crowned]], ἀνθέων π. with a [[crown]] of flowers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. twining, [[encircling]], [[κισσός]] Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
περιστεφές,
A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.
II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.
Russian (Dvoretsky)
περιστεφής:
1 увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2 обвивающий(ся) (κισσός Eur.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.
Greek Monotonic
περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
Middle Liddell
περι-στεφής, ές στέφω
I. wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, Soph.
II. act. twining, encircling, κισσός Eur.