προμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prometopos
|Transliteration C=prometopos
|Beta Code=prome/twpos
|Beta Code=prome/twpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with prominent forehead]], Erot. s.v. [[φοξοί]].</span>
|Definition=προμέτωπον, [[with prominent forehead]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[φοξοί]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμέτωπος Medium diacritics: προμέτωπος Low diacritics: προμέτωπος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: prométōpos Transliteration B: prometōpos Transliteration C: prometopos Beta Code: prome/twpos

English (LSJ)

προμέτωπον, with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.

Greek (Liddell-Scott)

προμέτωπος: -ον, ὁ ἔχων προεξέχον μέτωπον, Ἐρωτιαν. 384.

Greek Monolingual

-η, -ο / προμέτωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμέτωπο
κατασκεύασμα της παλαιότερης οχυρωτικής για την ενίσχυση πολυγωνικής χάραξης
αρχ.
αυτός που έχει προεξέχον μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μέτωπος (< μέτωπον)].