ἀποστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apostomizo
|Transliteration C=apostomizo
|Beta Code=a)postomi/zw
|Beta Code=a)postomi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[deprive of an edge]], πέλεκυς ἀπεστομισμένος <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = foreg. <span class="bibl">11</span>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[φιμόω]], Id.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[deprive of an edge]], πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.''Im.''2.17.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀποστοματίζω]] ([[interrogate]], [[catechize]]) ''ΙΙ'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[φιμόω]] ([[muzzle]], [[put to silence]]), Id.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[saber de memoria]] ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[embotar]], [[reducir el filo]] en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.<i>Im</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[reducir al silencio]] τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους <i>H.Mon</i>.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος <i>Eu.Thom.A</i> 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς <i>PMasp</i>.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστομίζω''': ([[στόμα]]) [[ἀμβλύνω]] τὴν [[ἀκμήν]], τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, [[κάμνω]] τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.
|lstext='''ἀποστομίζω''': ([[στόμα]]) [[ἀμβλύνω]] τὴν [[ἀκμήν]], τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, [[κάμνω]] τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[saber de memoria]] ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[embotar]], [[reducir el filo]] en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.<i>Im</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[reducir al silencio]] τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους <i>H.Mon</i>.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος <i>Eu.Thom.A</i> 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς <i>PMasp</i>.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστομίζω]] (AM)<br />[[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλύνω]] την [[κόψη]] μαχαιριού ή όπλου.
|mltxt=[[ἀποστομίζω]] (AM)<br />[[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλύνω]] την [[κόψη]] μαχαιριού ή όπλου.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστομίζω Medium diacritics: ἀποστομίζω Low diacritics: αποστομίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: apostomízō Transliteration B: apostomizō Transliteration C: apostomizo Beta Code: a)postomi/zw

English (LSJ)

A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17.
II = ἀποστοματίζω (interrogate, catechize) ΙΙ, Hsch.
III = φιμόω (muzzle, put to silence), Id.

Spanish (DGE)

I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.

Greek Monolingual

ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.