τριγωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trigonizo
|Transliteration C=trigonizo
|Beta Code=trigwni/zw
|Beta Code=trigwni/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[multiply by three]], Plu.2.416b (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[represent as a triangular number]], <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.8</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., [[to be triangular]], νῆσος τριγωνίζουσα <span class="bibl">Hld.10.5</span>:—Pass., τετριγωνίσθαι [[assume triangular form]], <span class="bibl">Plot.2.6.2</span>; ὁ ὀδοὺς -ίζεται <span class="title">Hippiatr.</span>95. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Astrol., [[to be in trine aspect]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>115</span>, <span class="bibl">Man.4.266</span>: c. acc., Ἑρμῆς Δία -ίζων <span class="bibl">Vett.Val.73.26</span>; Ζῆνα -ίζων Φαίνων <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 286</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[multiply by three]], Plu.2.416b (Pass.).<br><span class="bld">2</span> [[represent as a triangular number]], Nicom.Ar.2.8 (Pass.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be triangular]], νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι [[assume triangular form]], Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.<br><span class="bld">III</span> Astrol., to [[be in trine aspect]], Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.
}}
{{ls
|lstext='''τρῐγωνίζω''': παρὰ Πλουτ. 2. 416C, [[τριπλασιάζω]], [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[διότι]] λέγει ὅτι ὁ [[ἀριθμὸς]] [[τεσσαράκοντα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[σχῆμα]] παραπλήσιον τριγώνῳ, [[νῆσος]] τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε [[σχῆμα]] θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[dreieckig]] [[machen]]</i>, intr., <i>ein [[Dreieck]] [[bilden]]</i>; bei Plut. <i>def. Or</i>. 12 = <i>mit drei multiplizieren</i>.<br><b class="num">2</b> <i>das Tonwerkzeug [[τρίγωνον]] [[spielen]], Vetera Lexica</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίζω:''' [[множить на три]], [[утраивать]]: [[πεντάκις]] τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.
}}
{{ls
|lstext='''τρῐγωνίζω''': παρὰ Πλουτ. 2. 416C, [[τριπλασιάζω]], [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], [[διότι]] λέγει ὅτι ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] [[τεσσαράκοντα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[σχῆμα]] παραπλήσιον τριγώνῳ, [[νῆσος]] τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε [[σχῆμα]] θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίζω:''' множить на три, утраивать: [[πεντάκις]] τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.).
2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.).
II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.
III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

German (Pape)

1 dreieckig machen, intr., ein Dreieck bilden; bei Plut. def. Or. 12 = mit drei multiplizieren.
2 das Tonwerkzeug τρίγωνον spielen, Vetera Lexica.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).