ὑπόδρα: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodra | |Transliteration C=ypodra | ||
|Beta Code=u(po/dra | |Beta Code=u(po/dra | ||
|Definition=Ep. Adv., used only in the phrase | |Definition=Ep. Adv., used only in the phrase [[ὑπόδρα ἰδών]] = [[looking from under the brows]], [[looking askance]], [[grimly]], Il.1.148, al.; cf. [[ὑποδράξ]]. (Prob. from [[ὑπό]], [[δρακ]], cf. [[δέρκομαι]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg [[ὑπόδρα]] ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. [[ὑποδέρκομαι]].) | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1216.png Seite 1216]] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg [[ὑπόδρα]] ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. [[ὑποδέρκομαι]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locut.</i> [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]] IL regardant en dessous <i>ou</i> de côté, d'un regard irrité <i>ou</i> jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδράω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόδρᾰ:''' adv. [[исподлобья]] или [[искоса]], т. е. [[сердито]] ([[ἰδών]] Hom., Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόδρᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει [[ὑπόδρα]] ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ὑποδράξ]]. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε [[δέρκομαι]]). | |lstext='''ὑπόδρᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει [[ὑπόδρα]] ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ὑποδράξ]]. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε [[δέρκομαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 08:54, 12 November 2024
English (LSJ)
Ep. Adv., used only in the phrase ὑπόδρα ἰδών = looking from under the brows, looking askance, grimly, Il.1.148, al.; cf. ὑποδράξ. (Prob. from ὑπό, δρακ, cf. δέρκομαι.)
German (Pape)
[Seite 1216] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg ὑπόδρα ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. ὑποδέρκομαι.)
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locut. ὑπόδρα ἰδών IL regardant en dessous ou de côté, d'un regard irrité ou jaloux.
Étymologie: ὑποδράω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόδρᾰ: adv. исподлобья или искоса, т. е. сердито (ἰδών Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόδρᾰ: Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει ὑπόδρα ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. ὑποδράξ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε δέρκομαι).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α
επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα-κ- του ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. ἔ-δρακ-ον, δράκ-ων, βλ. λ. δέρκομαι). Παρλλ. απαντά και τ. ὑποδράξ με κατάλ. -ς, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].
Greek Monotonic
ὑπόδρᾰ: (ὑπό), επίρρ. που απαντά μόνο στη φράση ὑπόδρα ἰδών, κοιτάζοντας κάτω από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, πλαγίως, αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ὑπό]
adv. only in phrase ὑπόδρα ἰδών looking from under the brows, looking askance, grimly, Il.
Frisk Etymology German
ὑπόδρα: (ἰδών)
{hupódra}
Forms: ὑποδράξ ib. (Kall., Nik.), nach ὀδάξ, ἀναμίξ u.a.
Grammar: Adv.
Meaning: von unten her blickend, mit einem Blick von unten (Hom., Hes.);
Etymology : Aus *ὑπόδρακ zu ὑποδέρκομαι und mit aind. upa-dŕ̥ś- f. Anblick formal identisch, wohl eig. Neutr. einer adj. Bahuvrihibildung in adverbieller Funktion (vgl. Schwyzer 621 und Risch par. 128a).
Page 2,972