ἁλίευμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alievma
|Transliteration C=alievma
|Beta Code=a(li/euma
|Beta Code=a(li/euma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[draught of fish]], <span class="bibl">Str.11.2.4</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[draught of fish]], Str.11.2.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίευμα''': -ατος, τὸ, ([[ἁλιεύω]]) [[ἄγρα]] ἰχθύων, Στράβ. 493.
|lstext='''ἁλίευμα''': -ατος, τὸ, ([[ἁλιεύω]]) [[ἄγρα]] ἰχθύων, Στράβ. 493.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[pesca]] Str.11.2.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἁλίευμα]]) [[ἁλιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της αλιείας<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αλιεία]], το [[ψάρεμα]].
|mltxt=το (Α [[ἁλίευμα]]) [[ἁλιεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της αλιείας<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αλιεία]], το [[ψάρεμα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίευμα Medium diacritics: ἁλίευμα Low diacritics: αλίευμα Capitals: ΑΛΙΕΥΜΑ
Transliteration A: halíeuma Transliteration B: halieuma Transliteration C: alievma Beta Code: a(li/euma

English (LSJ)

-ατος, τό, draught of fish, Str.11.2.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό pesca Str.11.2.4.

German (Pape)

[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.

Greek Monolingual

το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.