στηθοδέσμη: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stithodesmi
|Transliteration C=stithodesmi
|Beta Code=sthqode/smh
|Beta Code=sthqode/smh
|Definition=ἡ, woman's <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[breast-band]], EM749.44; also στηθο-δεσμία, ἡ, <span class="bibl">Sor.1.55</span>; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>456.1</span> (iii B.C.), <span class="bibl">LXX<span class="title">Je.</span>2.32</span>, Phleg.<span class="title">Fr.</span>36.1J., Gal.18(1).823; στηθό-δεσμος, ὁ, <span class="bibl">Poll.7.66</span>: a bandage, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.49</span> tit.:—Dim. στηθο-δέσμιον, τό, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>749.40</span>.</span>
|Definition=ἡ, woman's [[breast-band]], EM749.44; also [[στηθοδεσμία]], ἡ, Sor.1.55; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, ''PCair.Zen.''456.1 (iii B.C.), [[LXX]] ''Je.''2.32, Phleg.''Fr.''36.1J., Gal.18(1).823; [[στηθόδεσμος]], ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—Dim. [[στηθοδέσμιον]], τό, ''EM''749.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στηθοδέσμη''': ἡ, [[δεσμός]] τις περὶ τὸ [[στῆθος]] τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 66· - [[ὡσαύτως]] ὑποκοριστ. -[[δέσμιον]], τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -[[δεσμίς]], ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3.
|lstext='''στηθοδέσμη''': ἡ, [[δεσμός]] τις περὶ τὸ [[στῆθος]] τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 66· - [[ὡσαύτως]] ὑποκοριστ. -[[δέσμιον]], τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -[[δεσμίς]], ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. [[αντί]] [[στηθόδεσμος]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[στηθόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. [[αντί]] [[στηθόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθοδέσμη Medium diacritics: στηθοδέσμη Low diacritics: στηθοδέσμη Capitals: ΣΤΗΘΟΔΕΣΜΗ
Transliteration A: stēthodésmē Transliteration B: stēthodesmē Transliteration C: stithodesmi Beta Code: sthqode/smh

English (LSJ)

ἡ, woman's breast-band, EM749.44; also στηθοδεσμία, ἡ, Sor.1.55; στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXX Je.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; στηθόδεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—Dim. στηθοδέσμιον, τό, EM749.40.

German (Pape)

[Seite 940] ἡ, = στηθόδεσμος, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοδέσμη: ἡ, δεσμός τις περὶ τὸ στῆθος τῶν γυναικῶν πρὸς ὑποβάστασιν τῶν μαστῶν, «κορσές», Ἐτυμολ. Μέγ. 749. 44· στηθόδεσμος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 66· - ὡσαύτως ὑποκοριστ. -δέσμιον, τό, Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἰερεμ. Γ΄, 22), Γαλην., - -δεσμίς, ίδος, ἡ· ἴδε Μüller Archäol. d. Kunst 339. 3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στηθόδεσμος].