νεώρης: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoris
|Transliteration C=neoris
|Beta Code=new/rhs
|Beta Code=new/rhs
|Definition=ες (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.72</span>), (ὄρνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[new]], [[fresh]], <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair [[just cut off]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>901</span>; εἰληφότας φόβον νεώρη <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>730</span>; ν. ψόφος Id.<span class="title">Ichn.</span>154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.</span>
|Definition=νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), ([[ὄρνυμι]]) [[new]], [[fresh]], <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair [[just cut off]], S.''El.''901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.''OC''730; ν. ψόφος Id.''Ichn.''154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώρης:''' [[недавний]], [[свежий]] ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ.
|lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώρης:''' недавний, свежий ([[φόβος]] Soph.): ν. [[βόστρυχος]] τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώρης Medium diacritics: νεώρης Low diacritics: νεώρης Capitals: ΝΕΩΡΗΣ
Transliteration A: neṓrēs Transliteration B: neōrēs Transliteration C: neoris Beta Code: new/rhs

English (LSJ)

νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι) new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.

Russian (Dvoretsky)

νεώρης: недавний, свежий (φόβος Soph.): ν. βόστρυχος τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.

Greek (Liddell-Scott)

νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.

Greek Monolingual

νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.

Middle Liddell

νε-ώρης, ες [ὥρα]
new, fresh, late, Lat. recens, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair but just cut off, Soph.; φόβος νεώρης Soph.

English (Woodhouse)

new

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)