ἑξέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksetis
|Transliteration C=eksetis
|Beta Code=e(ce/ths
|Beta Code=e(ce/ths
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[six years old]], ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην <span class="bibl">Il.23.266</span>, cf. <span class="bibl">655</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.49</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>862</span>:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>794c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[lasting six years]], ἀρχή <span class="bibl">Lys.30.2</span>.</span>
|Definition=ἑξέτες,<br><span class="bld">A</span> [[six years old]], ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.''N.''3.49, Ar.''Nu.''862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. ''Lg.''794c.<br><span class="bld">II</span> [[lasting six years]], ἀρχή Lys.30.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch [[ἑξέτης]], ου, ὁ?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch [[ἑξέτης]], ου, ὁ?
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[âgé de six ans]];<br /><b>2</b> [[qui dure six ans]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξέτης:''' [[шестилетний]] Hom. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξέτης''': -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ [[ὡσαύτως]] θηλ. ἑξέτις, ιδος [[μετὰ]] τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.
|lstext='''ἑξέτης''': -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ [[ὡσαύτως]] θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> âgé de six ans;<br /><b>2</b> qui dure six ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἑξέτης]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[six]] [[year]] [[old]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.49)
|sltr=[[ἑξέτης]] [[six]] [[year]] [[old]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, [[ἑξέτης]] τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (''[[sc.]]'' [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.49)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑξέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι χρόνων, [[εξάχρονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἑξέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι χρόνων, [[εξάχρονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξέτης:''' шестилетний Hom. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξέτης Medium diacritics: ἑξέτης Low diacritics: εξέτης Capitals: ΕΞΕΤΗΣ
Transliteration A: hexétēs Transliteration B: hexetēs Transliteration C: eksetis Beta Code: e(ce/ths

English (LSJ)

ἑξέτες,
A six years old, ἵππον.. ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.N.3.49, Ar.Nu.862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. Lg.794c.
II lasting six years, ἀρχή Lys.30.2.

German (Pape)

[Seite 879] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch ἑξέτης, ου, ὁ?

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 âgé de six ans;
2 qui dure six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑξέτης: шестилетний Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξέτης: -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ ὡσαύτως θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.

English (Slater)

ἑξέτης six year old σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.49)

Greek Monolingual

ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)
1. εξαετής
2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + -ετης (< έτος)].

Greek Monotonic

ἑξέτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία έξι χρόνων, εξάχρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ἑξ-έτης, ες ἔτος
six years old, Il., Ar.

English (Woodhouse)

lasting six years, six years old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)