σπινθαρίς: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spintharis | |Transliteration C=spintharis | ||
|Beta Code=spinqari/s | |Beta Code=spinqari/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ,= [[σπινθήρ]], | |Definition=-ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], [[spark]], [[h Ap]].442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], H. h. Apoll. 442. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], H. h. Apoll. 442. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπινθᾰρίς:''' ίδος (ῐο) ἡ HH = [[σπινθήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπινθαρίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544. | |lstext='''σπινθαρίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> άγνωστο [[είδος]] πουλιού που ονομάστηκε [[έτσι]] [[πιθανώς]] από τη [[λάμψη]] που εξέπεμπαν τα μάτια του<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπινθαρίδες</i><br />σπινθήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[εκφραστικός]] τ. του [[σπινθήρ]], με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>αρ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ίδoς</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἐσχαρίς]]). Για το όνομα του πουλιού <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spinturnix</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπινθᾰρίς:''' - | |lsmtext='''σπινθᾰρίς:''' -ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], [[σπίθα]], [[σπινθήρας]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]]<br />a [[spark]], Hhymn. | |mdlsjtxt=σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]]<br />a [[spark]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σπινθήρ, spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.
German (Pape)
[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.
Russian (Dvoretsky)
σπινθᾰρίς: ίδος (ῐο) ἡ HH = σπινθήρ.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του
2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες
σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του σπινθήρ, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα του πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].
Greek Monotonic
σπινθᾰρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, σπίθα, σπινθήρας, σε Ομηρ. Ύμν.