Ναϊάς: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Naias | |Transliteration C=Naias | ||
|Beta Code=*nai+a/s | |Beta Code=*nai+a/s | ||
|Definition=Ion. Νηϊάς, άδος, ἡ, (νάω) | |Definition=Ion. [[Νηϊάς]], άδος, ἡ, ([[νάω]]) [[Naiad]], [[river-nymph]], [[spring-nymph]], Od.13.104,356 (pl.): in sg., A.R. 1.626:—also [[Ναΐς]], Ion. [[Νηΐς]], ΐδος, ἡ, in sg., νηΐς Ἀβαρβαρέη Il.6.22; νύμφη τέκε νηΐς 14.444, cf. Pi.''P.''9.16, E.''Hel.''187 (lyr.): pl. [[Ναΐδες]], Str.10.3.10, Paus.8.4.2, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br />Naïade, <i>divinité des cours d'eau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νάω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[νᾱ], άδος, ἡ, <i>die [[Najade]], Fluß- od. [[Wassernymphe]]</i>, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. und folgde [[Dichter]]; auch in [[späterer]] [[Prosa]]. – Auch [[ναΐς]], ναΐδος, Anyte, 10 (IX.745), Alciphr. 3.11. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Νᾱϊάς:''' ион. [[Νηϊάς]], άδος, тж. [[Ναΐς]] и [[Νηΐς]], ΐδος ἡ [[наяда]] (водяная нимфа) Pind., Eur. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Νᾱϊάς''': Ἰων. [[Νηιάς]], -άδος, ἡ· (νάω)· - [[νύμφη]] ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς [[εἶναι]] [[νύμφη]] τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ [[Ναΐς]], Ἰων. [[Νηίς]], -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη [[τέκε]] Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ. | |lstext='''Νᾱϊάς''': Ἰων. [[Νηιάς]], -άδος, ἡ· (νάω)· - [[νύμφη]] ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς [[εἶναι]] [[νύμφη]] τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ [[Ναΐς]], Ἰων. [[Νηίς]], -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη [[τέκε]] Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. | |lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. Νηΐς, <i>-ΐδος</i>, <i>ἡ</i>, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=-άδος καί ἰων. [[Νηιάς]] -άδος (=[[νύμφη]] ποταμοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπό τό [[νάω]] (=[[ρέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. Νηϊάς, άδος, ἡ, (νάω) Naiad, river-nymph, spring-nymph, Od.13.104,356 (pl.): in sg., A.R. 1.626:—also Ναΐς, Ion. Νηΐς, ΐδος, ἡ, in sg., νηΐς Ἀβαρβαρέη Il.6.22; νύμφη τέκε νηΐς 14.444, cf. Pi.P.9.16, E.Hel.187 (lyr.): pl. Ναΐδες, Str.10.3.10, Paus.8.4.2, etc.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
Naïade, divinité des cours d'eau.
Étymologie: DELG νάω.
German (Pape)
[νᾱ], άδος, ἡ, die Najade, Fluß- od. Wassernymphe, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. und folgde Dichter; auch in späterer Prosa. – Auch ναΐς, ναΐδος, Anyte, 10 (IX.745), Alciphr. 3.11.
Russian (Dvoretsky)
Νᾱϊάς: ион. Νηϊάς, άδος, тж. Ναΐς и Νηΐς, ΐδος ἡ наяда (водяная нимфа) Pind., Eur. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Νᾱϊάς: Ἰων. Νηιάς, -άδος, ἡ· (νάω)· - νύμφη ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς εἶναι νύμφη τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ Ναΐς, Ἰων. Νηίς, -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη τέκε Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Νᾱϊάς: ἡ (νάω), Ιων. Νηϊάς, -άδος, η Ναϊάδα, νύμφη των ποταμών ή των πηγών (όπως η Νηρηίς είναι νύμφη των θαλασσών), κυρίως στον πληθ.· Ναϊάδες, Ιων. Νηϊάδες, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την ίδια σημασία, επίσης, Ιων. Νηΐς, -ΐδος, ἡ, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Mantoulidis Etymological
-άδος καί ἰων. Νηιάς -άδος (=νύμφη ποταμοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπό τό νάω (=ρέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.