προϋπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proypokeimai
|Transliteration C=proypokeimai
|Beta Code=prou+po/keimai
|Beta Code=prou+po/keimai
|Definition=serving as pf. Pass. to [[προϋποτίθημι]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be put under before]], Dsc.1.8, <span class="bibl">Sor.1.68</span>, Gal.6.289; [[subsist before]], <b class="b3">τὰ -κείμενα</b> [[parts already founded]], of a city, <span class="bibl">Str.5.3.7</span>; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι <span class="bibl">Ph.2.490</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.94</span>; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον <span class="bibl">Id.<span class="title">M.</span>10.218</span>, cf. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>10p.436M.</span>; -κειμένη γνῶσις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>29.19</span>; σῶμα -κείμενον <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> to [[be assumed first]], <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> to [[be mortgaged before]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>15</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>97.34</span>, al. (vi A.D.).</span>
|Definition=serving as pf. Pass. to [[προϋποτίθημι]],<br><span class="bld">A</span> to [[be put under before]], Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; [[subsist before]], <b class="b3">τὰ προϋποκείμενα</b> [[parts already founded]], of a city, Str.5.3.7; προϋποκειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.''P.''3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.''M.''10.218, cf. Hierocl.''in CA''10p.436M.; προϋποκειμένη γνῶσις A.D.''Synt.''29.19; σῶμα προϋποκείμενον Dam.''Pr.''14.<br><span class="bld">2</span> to [[be assumed first]], Nicom.''Ar.''1.4.<br><span class="bld">II</span> to [[be mortgaged before]], Plu.''Sol.''15, ''PMasp.''97.34, al. (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[κεῖμαι]]), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[κεῖμαι]]), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[servir auparavant de fondement]] : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> [[être hypothéqué auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προϋπόκειμαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[лежать в основе]] (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;<br /><b class="num">2</b> [[предшествовать]]: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;<br /><b class="num">3</b> [[быть ранее отданным в залог]] (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ.<br />β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ [[ἐργαστήριον]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] ήδη ως [[προϋπόθεση]]<br /><b>2.</b> έχω [[προηγουμένως]] υποθηκευθεί.
|mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.<br />β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ [[ἐργαστήριον]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] ήδη ως [[προϋπόθεση]]<br /><b>2.</b> έχω [[προηγουμένως]] υποθηκευθεί.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προϋπόκειμαι:''' Παθ., [[προϋπάρχω]] ως [[βάση]] ή δεδομένο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προϋπόκειμαι:''' Παθ., [[προϋπάρχω]] ως [[βάση]] ή δεδομένο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προϋπόκειμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;<br /><b class="num">2)</b> предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;<br /><b class="num">3)</b> быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπόκειμαι Medium diacritics: προϋπόκειμαι Low diacritics: προϋπόκειμαι Capitals: ΠΡΟΫΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proüpókeimai Transliteration B: proupokeimai Transliteration C: proypokeimai Beta Code: prou+po/keimai

English (LSJ)

serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι,
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ προϋποκείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; προϋποκειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; προϋποκειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα προϋποκείμενον Dam.Pr.14.
2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4.
II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

προϋπόκειμαι:
1 лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;
2 предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;
3 быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.

Greek Monolingual

ΜΑ ὑπόκειμαι
προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον
οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.
β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση
2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί.

Greek Monotonic

προϋπόκειμαι: Παθ., προϋπάρχω ως βάση ή δεδομένο, σε Πλούτ.