ἐκκρήμναμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekkrimnamai
|Transliteration C=ekkrimnamai
|Beta Code=e)kkrh/mnamai
|Beta Code=e)kkrh/mnamai
|Definition=or [[ἐκκρέμναμαι]], [[ἐκκρίμναμαι]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐκκρέμαμαι]], v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>76</span> : c. gen., <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>520</span> ; <b class="b3">ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα</b> we [[hang on to]] the doorknocker by the hands, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>1612</span> :—later in Act. part. [[ἐκκρημνάς]] or -κριμνάς [[hanging up]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>33.238</span>.</span>
|Definition=or [[ἐκκρέμναμαι]], [[ἐκκρίμναμαι]], = [[ἐκκρέμαμαι]], [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Art.''76: c. gen., E.''HF''520; <b class="b3">ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα</b> we [[hang on to]] the doorknocker by the hands, Id.''Ion''1612:—later in Act. part. [[ἐκκρημνάς]] or -κριμνάς [[hanging up]], Iamb.''VP''33.238.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρήμνᾰμαι:''' досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων [[χέρας]] ἐ. Eur. браться за дверные ручки.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238.
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκκρήμναμαι:''' = [[ἐκκρέμαμαι]], με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το [[χερούλι]] της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρήμνᾰμαι:''' досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων [[χέρας]] ἐ. Eur. браться за дверные ручки.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἐκκρέμαμαι]],]<br />c. gen., Eur.; ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα we [[hang]] on to the [[door]]-[[handle]] by the hands, Eur.
|mdlsjtxt== [[ἐκκρέμαμαι]],]<br />c. gen., Eur.; ῥόπτρων [[χέρας]] ἐκκρημνάμεσθα we [[hang]] on to the [[door]]-[[handle]] by the hands, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρήμναμαι Medium diacritics: ἐκκρήμναμαι Low diacritics: εκκρήμναμαι Capitals: ΕΚΚΡΗΜΝΑΜΑΙ
Transliteration A: ekkrḗmnamai Transliteration B: ekkrēmnamai Transliteration C: ekkrimnamai Beta Code: e)kkrh/mnamai

English (LSJ)

or ἐκκρέμναμαι, ἐκκρίμναμαι, = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76: c. gen., E.HF520; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612:—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρήμνᾰμαι: досл. вешаться, виснуть, перен. хвататься (πατρῴων πέπλων Eur.): ῥόπτρων χέρας ἐ. Eur. браться за дверные ручки.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.

Greek Monolingual

ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.

Greek Monotonic

ἐκκρήμναμαι: = ἐκκρέμαμαι, με γεν., σε Ευρ.· ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα, πιάνουμε το χερούλι της πόρτας με τα χέρια, στον ίδ.

Middle Liddell

= ἐκκρέμαμαι,]
c. gen., Eur.; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the door-handle by the hands, Eur.