ἐξαναβρύω: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksanavryo | |Transliteration C=eksanavryo | ||
|Beta Code=e)canabru/w | |Beta Code=e)canabru/w | ||
|Definition=causal of | |Definition=causal of [[ἐξαναβλύζω]], τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] (Pauw for [[ἐξαμβρόσαι]]) [[cause]] [[happiness]] to [[spring forth from]] the [[earth]], A. ''Eu.'' 925 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐξαμβρ- A.<i>Eu</i>.925<br />[[hacer brotar]], [[hacer florecer]] τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.<i>H</i>.6.73. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>inf. ao. poét.</i> [[ἐξαμβρῦσαι]];<br />[[faire jaillir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], ἀναβρύω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαναβρύω:''' [[заставлять бить ключом]]: τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] Aesch. заставлять землю производить всяческие блага. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαναβρύω''': [[κάμνω]] νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ [[κατεύχομαι]]... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] φαιδρὸν ἁλίου [[σέλας]], διὸ ἐγὼ [[κατεύχομαι]] τὸ φαιδρὸν [[σέλας]] τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, [[ὅπερ]] οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *[[βρόχω]]). | |lstext='''ἐξαναβρύω''': [[κάμνω]] νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ [[κατεύχομαι]]... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας [[ἐξαμβρῦσαι]] φαιδρὸν ἁλίου [[σέλας]], διὸ ἐγὼ [[κατεύχομαι]] τὸ φαιδρὸν [[σέλας]] τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, [[ὅπερ]] οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *[[βρόχω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαναβρύω:''' [[αναβλύζω]] ή [[προκαλώ]] [[κάτι]] να αναβλύσει μέσα από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐξαναβρύω:''' [[αναβλύζω]] ή [[προκαλώ]] [[κάτι]] να αναβλύσει μέσα από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[gush]] or [[cause]] to [[gush]] [[forth]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
causal of ἐξαναβλύζω, τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι (Pauw for ἐξαμβρόσαι) cause happiness to spring forth from the earth, A. Eu. 925 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐξαμβρ- A.Eu.925
hacer brotar, hacer florecer τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι A.l.c., ἐξ ἀδήλων πηγῶν ἐξαναβρύει χύσεις Tz.H.6.73.
German (Pape)
[Seite 867] nur ἐξαμβρῦσαι Aesch. Eum. 885, hervorquellen lassen, hervorlocken.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. ἐξαμβρῦσαι;
faire jaillir.
Étymologie: ἐξ, ἀναβρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναβρύω: заставлять бить ключом: τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι Aesch. заставлять землю производить всяческие блага.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναβρύω: κάμνω νὰ ἀναβρύσῃ τι ἔκ τινος, ᾇτ’ ἐγὼ κατεύχομαι... ἐπισσύτους βίου τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας, διὸ ἐγὼ κατεύχομαι τὸ φαιδρὸν σέλας τοῦ ἡλίου νὰ κάμῃ τὴν γῆν ν’ ἀναβρύσῃ ἐν ἀφθονίᾳ ἀγαθὰ χρήσιμα εἰς τὸν βίον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 925· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἐξαμβρόσαι, ὅπερ οὐδὲν δηλοῖ. Ὁ Scholefield εἰκάζει ἐξαμβράσαι, ὁ Δινδόρφιος προτείνει ἐξαμβρόξαι (ἴδε *βρόχω).
Greek Monolingual
ἐξαναβρύω (AM)
κάνω κάτι να αναβρύσει, να εκπηγάσει, να χυθεί προς τα έξω.
Greek Monotonic
ἐξαναβρύω: αναβλύζω ή προκαλώ κάτι να αναβλύσει μέσα από κάτι άλλο, σε Αισχύλ.