ὕλημα: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylima
|Transliteration C=ylima
|Beta Code=u(/lhma
|Beta Code=u(/lhma
|Definition=[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[woody plants]], esp. of [[shrubs]], [[bushes]] (including <b class="b3">τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη</b>), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.5.3</span> (cj. for [[κλήματα]]), cf. <span class="bibl">1.6.7</span>, <span class="bibl">1.10.6</span>, <span class="bibl">3.3.6</span>; opp. [[δένδρα]] and [[ποώδη]], ib. <span class="bibl">4.4.5</span>: sg., ib.<span class="bibl">9.16.4</span>:—hence ὑληματικός, ή, όν, [[belonging to the class of]] [[ὕλημα]], <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>6.11.10</span>.</span>
|Definition=[ῡ], ατος, τό, ([[ὕλη]]) mostly in plural, [[woody plants]], especially of [[shrubs]], [[bushes]] (including <b class="b3">τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη</b>), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.3 (cj. for [[κλήματα]]), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. [[δένδρα]] and [[ποώδη]], ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence [[ὑληματικός]], ή, όν, [[belonging to the class of]] [[ὕλημα]], Id.''CP''6.11.10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[broussailles]], [[taillis]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.
|lstext='''ὕλημα''': τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ [[νάρθηξ]] καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· [[προσέτι]]: τὸ [[κενταύριον]], τὸ [[ἀψίνθιον]], παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, [[αὐτόθι]] 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - [[ἐντεῦθεν]] ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />broussailles, taillis.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕλημα:''' ατος τό кустарник Plut.
|elrutext='''ὕλημα:''' ατος τό кустарник Plut.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Gebüsch]], [[Strauchwerk]], [[Reisig]]</i>, bes. <i>die [[Klasse]] der [[Gewächse]], die [[zwischen]] [[θάμνος]] und [[βοτάνη]] [[stehen]]</i>, Theophr.; – andere Spätere überhaupt <i>[[Stoff]], [[Masse]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕλημα Medium diacritics: ὕλημα Low diacritics: ύλημα Capitals: ΥΛΗΜΑ
Transliteration A: hýlēma Transliteration B: hylēma Transliteration C: ylima Beta Code: u(/lhma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in plural, woody plants, especially of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr. HP 1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
broussailles, taillis.
Étymologie: ὕλη.

Greek (Liddell-Scott)

ὕλημα: τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ νάρθηξ καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· προσέτι: τὸ κενταύριον, τὸ ἀψίνθιον, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, αὐτόθι 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - ἐντεῦθεν ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.

Russian (Dvoretsky)

ὕλημα: ατος τό кустарник Plut.

German (Pape)

τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen θάμνος und βοτάνη stehen, Theophr.; – andere Spätere überhaupt Stoff, Masse.