κρατητικός: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "<i>defin</i>" to "<i>defin</i>")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kratitikos
|Transliteration C=kratitikos
|Beta Code=krathtiko/s
|Beta Code=krathtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fit for winning]], νίκη κ. δύναμις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[ruling]], [[controlling]], δύναμις κ. τῶν προνοουμένων <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>121</span>; κ. τῶν ὅλων <span class="bibl">Id.<span class="title">in Ti.</span>1.69</span>; <b class="b3">αἱ κ. δυνάμεις</b>, opp. <b class="b3">αἱ ὑπουργικαί</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">in Prm.</span>p.736</span> S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[promoting retention]] (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως <span class="bibl">Aët.1.142</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Astrol., [[predominant]], Vett. Val.333.5.</span>
|Definition=κρατητική, κρατητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for winning]], νίκη κ. δύναμις Pl.''Def.''414a.<br><span class="bld">2</span> [[ruling]], [[controlling]], δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.''Inst.''121; κ. τῶν ὅλων Id.''in Ti.''1.69; <b class="b3">αἱ κ. δυνάμεις</b>, opp. <b class="b3">αἱ ὑπουργικαί</b>, Id.''in Prm.''p.736 S.<br><span class="bld">3</span> [[promoting retention]] (cf. [[κράτησις]] II.3), συλλήψεως Aët.1.142.<br><span class="bld">4</span> Astrol., [[predominant]], Vett. Val.333.5.
}}
{{elnl
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] [[geschikt om te winnen]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Festhalten]], [[Überwältigen]] [[geschickt]]</i>; [[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν Plat. <i>defin</i>. 414a; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[одерживающий верх]] (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[овладевающий]] (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
|mltxt=[[κρατητικός]], -ή, -όν (Α) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να επικρατεί, να νικά («[[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που συντελεί σε [[παρεμπόδιση]], αναχαιτιστικός, [[συγκρατητικός]] («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.
}}
}}

Latest revision as of 13:47, 24 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητικός Medium diacritics: κρατητικός Low diacritics: κρατητικός Capitals: ΚΡΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kratētikós Transliteration B: kratētikos Transliteration C: kratitikos Beta Code: krathtiko/s

English (LSJ)

κρατητική, κρατητικόν,
A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a.
2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S.
3 promoting retention (cf. κράτησις II.3), συλλήψεως Aët.1.142.
4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.

German (Pape)

zum Festhalten, Überwältigen geschickt; νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν Plat. defin. 414a; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτητικός:
1 одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);
2 овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.

Greek Monolingual

κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).